-
61 θηριόβρωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριόβρωτος
-
62 θηρόβρωτος
A v.l. θηριοβρ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρόβρωτος
-
63 θριπόβρωτος
θρῑπό-βρωτος, ον, ([etym.] βιβρώσκω) = foreg., Philosteph. ap. Hsch., Lyc. 508:—a form [full] θιπόβρωτος (dissim.) is condemned by Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θριπόβρωτος
-
64 καρπόβρωτος
καρπό-βρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπόβρωτος
-
65 κελαινόβρωτος
κελαινό-βρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαινόβρωτος
-
66 κεφαλόβρωτος
κεφᾰλό-βρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλόβρωτος
-
67 κρατοβρώς
A devourer of heads or brains, Lyc. 1066.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατοβρώς
-
68 κυνόβρωτος
κῠνό-βρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνόβρωτος
-
69 λυκόβρωτος
λῠκό-βρωτος, ον,A eaten by wolves, , Plu.2.642b, Orib.Eup.4.88.11; perh. to be read in Hsch. s.v. λυκαιχλίας; cf. λυκόω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυκόβρωτος
-
70 μυόβρωτος
μῠό-βρωτος, ον,A devoured by mice, POsl.52.5 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυόβρωτος
-
71 οἰωνόβρωτος
οἰωνό-βρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰωνόβρωτος
-
72 παιδόβρωτος
παιδό-βρωτος θοίνη, a feastA at which children were eaten, Lyc.1199.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδόβρωτος
-
73 περίβρωτος
περί-βρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίβρωτος
-
74 πολύβρωτος
πολῠ-βρωτος, ον,A devoured, mangled, μέλεα, of Actaeon, Nonn.D.5.502.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύβρωτος
-
75 πυρίβρωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίβρωτος
-
76 σητόβρωτος
σητό-βρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σητόβρωτος
-
77 σκωληκόβρωτος
σκωληκό-βρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκωληκόβρωτος
-
78 συόβρωτος
σῠό-βρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συόβρωτος
-
79 φθειρόβρωτος
φθειρό-βρωτος, ον,A lice-eaten, Hsch.Mil.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθειρόβρωτος
-
80 φιλόβρωτος
φῐλό-βρωτος, ον,A voracious, dub. in Herm. ap. Stob.1.49.44 ([comp] Sup. -βρωτάτου, v. l. -βορωτοτάτου; -βορωτάτου cj. Meineke).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόβρωτος
См. также в других словарях:
βρωτός — βρωτός, ή, όν (Α) 1. φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. το φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο < (θ.) βρω του ρ. βιβρώσκω*, που συνδέεται πιθ. με λιθ. girtas «μεθυσμένος» και με αρχ. ινδ. ġīrnά «καταβροχθισμένος»] … Dictionary of Greek
βρωτός — to be eaten masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωτά — βρωτός to be eaten neut nom/voc/acc pl βρωτά̱ , βρωτός to be eaten fem nom/voc/acc dual βρωτά̱ , βρωτός to be eaten fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωτῶν — βρωτός to be eaten fem gen pl βρωτός to be eaten masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωτόν — βρωτός to be eaten masc acc sg βρωτός to be eaten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωταῖς — βρωτός to be eaten fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωτοῖς — βρωτός to be eaten masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωτοῖσι — βρωτός to be eaten masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωτοῦ — βρωτός to be eaten masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωτούς — βρωτός to be eaten masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωτή — βρωτός to be eaten fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)