-
1 βρομος
ὅ1) треск, шум(πυρὸς αἰθομένοιο Hom.; βρόμοι καὴ ὀλολυγμοί Plut.)
2) грохот, рокот, гул(κεραυνού Pind.; βροντῆς Eur.; σείειν τέν γῆν μετὰ βρόμου Arst.; ἐκ τῶν χασμάτων Diod.)
3) гудение, звуки(αὐλῶν HH.; τυμπάνων Anth.)
4) свист, вой(ἀνέμων Anth.)
5) рев(ἱππικῶν φρυαγμάτων Aesch.)
-
2 αβρομος
-
3 βαρυβρομος
-
4 εγχειβρομος
-
5 εριβρομος
-
6 μελιβρομος
-
7 νυκτιβρομος
-
8 φρικωδης
2приводящий в трепет, ужасный, страшный(ὄψις Arph.; θέαμα, ὅρκοι Plut.)
βρόμος φ. κλύειν Eur. — страшный грохот;φρικῶδες ἀντιφθέγγεσθαι Eur. — откликаться страшным грохотом -
9 βρόμη
η, βρόμι τό, βρόμος ο см. βρώμη
См. также в других словарях:
βρόμος — any loud noise masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
βρόμος — ο όνομα φυτού, λυκοσάρα, αγριοβρόμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρόμοι — βρόμος any loud noise masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμον — βρόμος any loud noise masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμου — βρόμος any loud noise masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμους — βρόμος any loud noise masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμων — βρόμος any loud noise masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμῳ — βρόμος any loud noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρόβρομος — θηρόβρομος, ον (Α) (επίθ. τής Εκάτης) αυτός που αναγγέλλεται με βρυχηθμούς και ουρλιάσματα θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βρομος (βρέμω «βρυχώμαι»), πρβλ. μεγαλό βρομος, υψί βρομος] … Dictionary of Greek
πυρίβρομος — ον, Α αυτός που βροντά στη φωτιά ή αυτός που βροντά μέσα από τη φωτιά, με τη χρήση φωτιάς («πυρίβρομος Ζεύς», Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βρομος (< βρόμος < βρέμω «ηχώ δυνατά, βροντώ»), πρβλ. βαρύ βρομος] … Dictionary of Greek