Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(κεραυνού

См. также в других словарях:

  • Κεραυνοῦ — Κεραυνός thunderbolt masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνοῦ — κεραυνός thunderbolt masc gen sg κεραυνόω strike with thunderbolts pres imperat mp 2nd sg κεραυνόω strike with thunderbolts imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραύνου — κεραυνόω strike with thunderbolts pres imperat act 2nd sg κεραυνόω strike with thunderbolts imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • κεραυνία — Απόδοση στα ελληνικά της ρωμαϊκής ονομασίας για τα προϊστορικά πέτρινα εργαλεία και όπλα. Υπήρχε η πεποίθηση γι’ αυτά πως έπεφταν μαζί με τον κεραυνό (λίθοι του κεραυνού). Πρώτος ο Πλίνιος διατύπωσε την υπόθεση πως τα εργαλεία αυτά έπεφταν με τον …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • AMBUSTA — Graece πυρίκαυτα, dicuntur Plinio l. 20. c. 6. 8. etc. et Dioscoridi, pustulae ex igne vel aqua ferventi adspersa in corpore exortae: unde multa ambustorum remeida apud eos. Glossae, Ambustus, περιπεφλεγμένος, περικαυθεὶς, et Assulae ambustae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρχικέραυνος — ἀρχικέραυνος, ο (Α) (για τον Δία) ο κύριος του κεραυνού …   Dictionary of Greek

  • ενηλύσιος — ἐνηλύσιος, ον (Α) [ηλύσιος] 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος, εμβρόντητος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνηλύσια (χωρία) τόποι που καθιερώθηκαν ως άβατοι, ιεροί από πτώση κεραυνού …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»