Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄϑλους

См. также в других словарях:

  • ἄθλους — ἄ̱θλους , ἆθλος contest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded …   Wikipedia

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • θησείο — Λανθασμένη ονομασία, που όμως έχει επικρατήσει, του ναού του Ηφαίστου στην Αθήνα. Ιδρύθηκε την εποχή του Περικλή (5ος αι. π.Χ.) και αποτελεί έξοχο δείγμα του αττικού δωρικού ρυθμού. Ειδικότερα, πρόκειται για διπλό εν παραστάσει περίπτερο δωρικό… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ήλιδας (Ηλείας) — Η Αρχαιολογική Συλλογή της Ήλιδας ιδρύθηκε το 1981. Περιλαμβάνει τα ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές στην περιοχή της αρχαίας πόλης της Ήλιδας και καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από την πρωτοελλαδική έως και τη ρωμαϊκή εποχή. Η Ήλιδα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • блаженыи — (1310) пр. 1.Счастливый, блаженный: Жены доы бл҃жнъ ѥсть мɤжь ѥ˫а. и число д҃нии ѥго соугоубо. (μακάριος) Изб 1076, 181; блаженъ иже въ оуности. съпрѩжениѥ имѣ˫а. свободьно ѥстьствъмь. на дѣтотворениѥ приѥмлѥть. (μακάριος) КЕ XII, 214а; блажени… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αιήτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ήλιου και της Ωκεανίδας Περσηίδας, αδελφός της Κίρκης, της Πασιφάης και του Πέρση, βασιλιά της Κολχίδος. Σύμφωνα με ορισμένη παράδοση (Απολλώνιος Ρόδιος), ο Α. νυμφεύτηκε την Ωκεανίδα Ειδυίαν από την οποία απέκτησε… …   Dictionary of Greek

  • Αμαζόνες — Μυθικός λαός πολεμοχαρών γυναικών που λάτρευαν τον Άρη, θεό του πολέμου, και τον θεωρούσαν γεννήτορά τους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, κατοικούσαν στον Πόντο της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τραπεζούντας. Κανένας άντρας δεν ήταν δεκτός στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»