-
1 άυπνος
-
2 ἄυπνος
-
3 αυπνος
-
4 άϋπνος
η, ο [ος, ον ], αΰυπνωτος, η, ο бодрствовавший, не спавший; не выспавшийся;έμεινα άϋπνος όλην την νύχτα — всю ночь не спал
-
5 άυπνος
[аипнос] εκ. страдающий бессоницей, неусыпный, бдительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άυπνος
-
6 άυπνος
[аипнос] επ страдающий бессоницей, неусыпный, бдительный. -
7 ἄϋπνος
ἄϋπν-ος, ον,A sleepless, wakeful, of persons, Od.9.404, 10.84, 19.591, A.Pr.32, E.Or.83, X.Cyr.2.4.26: [comp] Sup.-ότατος, τῶν στρατηγῶν D.C.72.8
; ἔχειν ἀΰπνους ἄγρας, of fishermen, S.Aj. 880; of the eye,ἄϋπνά τ' ὀμμάτων τέλη E.Supp. 1137
: metaph., sleepless, never-resting, ἄ. πηδάλια dub. in A. Th. 206 (lyr.); (lyr.); (lyr.). Adv.- νως Sannyr.2
D.2 of nights, sleepless,πολλὰς μὲν ἀΰπνους νύκτας ἴαυον Il.9.325
, Od.19.340; also ὕπνος ἄ. a sleep that is no sleep, from which one easily awakes, S.Ph. 848 (lyr.). -
8 ἄυπνος
ἄ-υπνος: sleepless.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄυπνος
-
9 ἄϋπνος
-
10 αύπνω
ἀΰπνω, ἄυπνοςsleepless: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἀΰπνω, ἄυπνοςsleepless: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————ἀΰπνῳ, ἄυπνοςsleepless: masc /fem /neut dat sg -
11 άυπνον
-
12 ἄυπνον
-
13 αυπνότατον
ἀϋπνότατον, ἄυπνοςsleepless: masc acc superl sgἀϋπνότατον, ἄυπνοςsleepless: neut nom /voc /acc superl sg -
14 ἀυπνότατον
ἀϋπνότατον, ἄυπνοςsleepless: masc acc superl sgἀϋπνότατον, ἄυπνοςsleepless: neut nom /voc /acc superl sg -
15 αύπνως
-
16 ἀύπνως
-
17 κακό-υπνος
κακό-υπνος, Erkl. von ἄϋπνος, Hesych.
-
18 βουκολέω
βουκολέω, 1) Rinder weiden, hüten, βουκόλος sein; absolut, Iliad. 5, 313. 14, 445; Odyss. 10, 85 ἔνϑα κ' ἄυπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισϑούς, τὸν μὲν βουκολέων, τὸν δ' ἄργυφα μῆλα νομεύων; Iliad. 21, 448 σὺ δ' εἰλίποδας ἕλικας βοῠς βουκολέεσκες Ἴδης ἐν κνημοῖσι; katachrestisch von Pferden Iliad. 20, 221 τοῦ τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο ϑήλειαι; von Ziegen Eupolis B. A. 84; βουκολήσεται Ar. Pax 153; von Menschen, ernähren, Ar. Vesp. 10; Philostr.; – μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον Aesch. Eum. 78, solche Noth habend, od. in solcher Noth herumgetrieben; Callim. von den (»auf einer großen Weide gehenden«) am Himmel wandelnden Sternen, Del. 176. – 2) übertr., lindern, besänftigen, φροντίσιν νέον πάϑος Aesch. Ag. 655; Sp., z. B. ἀλλότριοι κόσμοι τὸ τῆς φύσεως ἀπρεπὲς β., mildern, verdecken, Luc. Amor. 38; ἐλπίσι ἀπατηλαῖς βουκολοῦμαι, ich lasse mich durch Hoffnungen täuschen, Alciphr. 3, 5; geradezu = betrügen, Ar. Eccl. 81; Plut. de ed. lib. 18.
-
19 κε
κε( перед гласными κέν, дор. κά (ᾱ), с элизией κ΄, перед придыханием χ΄) эп.-ион. энклитич. частица, близкая к ἄν и приблиз. соотв. русск. бы, если, ли, пожалуй (с оттенком недостоверности, условности, возможности, предположительности, колебания или пожелания; строится с ind., conjct. и opt., редко с inf.)ὥς κέν τις φαίη Hom. — так что можно было бы подумать;
ἀλλά κε, κεῖνα ἰδών, ὀλοφύραο θυμῷ Hom. — но видя это, ты застонал бы в душе;ἔνθα κ΄ ἄϋπνος ἀνέρ δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς Hom. — там обходящийся без сна человек получал бы двойной заработок;τῷ δέ κε νικήσαντι φίλη κεκλήσῃ ἄκοιτις Hom. — ему, если он победит, ты и будешь наречена милой супругой;τῷ νῦν μηδὲ σὺ κεῦθε νοήμασι, ὅττι κε σ΄ εἴρωμαι Hom. — а потому ничего не скрывай в мыслях, если я тебя о чем-л. спрошу;οὐκ οἶδ΄, εἴ κεν μ΄ ἀνέσει θεός, ἤ κεν ἁλώω αὐτοῦ ἐνὴ Τροίῃ Hom. — не знаю, отпустит ли меня (живым) бог, или я погибну здесь в Трое;σοὴ δὲ θωέν ἐπιθήσομεν, ἥν κ΄ ἐνὴ θυμῷ τίνων ἀσχάλλῃς Hom. — на тебя же мы наложим кару, которая будет, мы уверены, тяжка твоей душе;ὅττι τάχιστα εἴδομεν, ὁπποτέρῳ κεν Ὀλύμπιος εὖχος ὀρέξῃ Hom. — чтоб нам поскорее узнать, кому Олимпиец дарует славу;ὥς κέν οἱ γαῖα χάνοι! Hom. — о, если бы под ним земля разверзлась! -
20 ορθοσταδην
См. также в других словарях:
ἄυπνος — ἄϋπνος , ἄυπνος sleepless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άυπνος — και άνυπνος, η, ο (AM ἄϋπνος, ον) [ύπνος] 1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν έχει ύπνο, που δεν μπορεί να κοιμηθεί 2. (για νύχτα) αυτή που περνά κανείς χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί αρχ. 1. άγρυπνος, ακούραστος 2. φρ. «ύπνος άϋπνος» πολύ ελαφρύς… … Dictionary of Greek
άυπνος — η, ο αυτός που δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί: Είμαι άυπνος δύο νύχτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανάυπνος — πανάϋπνος, ον (Α) τελείως άυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄυπνος] … Dictionary of Greek
ἀυπνότατον — ἀϋπνότατον , ἄυπνος sleepless masc acc superl sg ἀϋπνότατον , ἄυπνος sleepless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀύπνω — ἀΰπνω , ἄυπνος sleepless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀΰπνω , ἄυπνος sleepless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀύπνως — ἀΰπνως , ἄυπνος sleepless adverbial ἀΰπνως , ἄυπνος sleepless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυπνον — ἄϋπνον , ἄυπνος sleepless masc/fem acc sg ἄϋπνον , ἄυπνος sleepless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
бъдѣньныи — (2*) пр. Бдительный, неусыпный: тѩжесть служень˫а. не лѣностна˫а малод҃шьна˫а. бдѣнна˫а [в др. сп. бдѣнiа] (τῆς ἀγρυπνίας) ФСт XIV, 195г; Чл҃вчьско ѥстьство бьдѣнъно и несонъно ѥсть. на большеѥ иманьѥ. (’′Αυπνος) Пч к. XIV, 80 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek