Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄωτος

См. также в других словарях:

  • άωτος — I Η λέξη, που ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα άω, άημι (πνέω, φυσώ), σημαίνει το πιο εκλεκτό και ανώτερο στοιχείο ενός πράγματος. Στον Όμηρο τη συναντάμε με τη σημασία λεπτότατος σε σχέση με το μαλλί ή το λινάρι. Η ίδια συνάφεια εντοπίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • ἄωτος — ἄωτον the choicest masc nom sg ἄωτος the choicest masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άωτος — η, ο αυτός που δεν έχει αυτιά· για αγγεία: αυτά που δεν έχουν χερούλια: Τα αγγεία που βρέθηκαν είναι άωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ARGONAUTAE — Heroes, qui cum Iasone in Argo navi, A. M. 2791. Colchos profecti sunt ad diripiendum velltus aureum; Sunt qui dicant fuisse duos, et quinquaginta numerô, alii addunt quatuor: Inter quos praecipui Hercules, Hylas, Theseus, Pirithous, Orpheus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ἄωτον — the choicest masc acc sg ἄωτον the choicest neut nom/voc/acc sg ἄωτος the choicest masc/fem acc sg ἄωτος the choicest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνωτος — ἄνωτος, ον (Α) άωτος* …   Dictionary of Greek

  • άωτον — (AM ἄωτον, το Α και ἄωτος, ο) 1. το ωραιότατο και άριστο κάθε πράγματος, το άνθος, ο αθέρας 2. η ανώτατη βαθμίδα, το αποκορύφωμα («το άκρον άωτον») αρχ. 1. αυτό που δίνει τιμή και δόξα σε κάτι 2. λεπτότατο χνούδι μαλλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ …   Dictionary of Greek

  • αωτώ — ἀωτῶ ( έω) (Α) κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν η σημασία «κοιμάμαι» του ρ. θεωρηθεί αυθεντική, τότε το αωτώ συνδέεται πιθ. με το άωρος (III), παρόλο που ο σχηματισμός παραμένει ασαφής. Εάν όμως γίνει αποδεκτή η ερμηνεία του Ησύχιου αωτείτε γλυκύν ύπνον… …   Dictionary of Greek

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

  • πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης …   Dictionary of Greek

  • ἀώτοις — ἄωτον the choicest masc dat pl ἄωτον the choicest neut dat pl ἄωτος the choicest masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»