-
1 ἄωτος
ᾰωτος (-ος, -ῳ, -ον; -οι) c. gen.1 of things.a choicest (portion)μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.15
δραπὼν ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον P. 4.131
ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53
ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος ἐσλὸν αἰνεῖν’ N. 3.29εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται, πολιατᾶν καὶ ξενῶν γλώσσας ἄωτον I. 1.51
δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον I. 5.12
ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.4
ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέωνῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.18
χρὴ Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (τὸν ὕμνον. Σ.) I. 8.16 ἔραται δέ μοι γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (i. e. τὸν ὕμνον. καταλείβειν e. g. supp. Wil.) Pae. 6.59 pl.,στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέῤ O. 9.19
b choicest (prize)Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις, ἀκαμαντοπόδων ἵππων ἄωτον O. 3.4
ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ δέκευ O. 5.1
ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον O. 8.75
θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.9
2 of persons, the foremost, best, pickΘήρωνα εὐωνύμων πατέρων ἄωτον O. 2.7
κατέβα ναυτᾶν ἄωτος P. 4.188
pl.,ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον N. 8.9
cf. fr. 111a. 7 infra.3 fragg. ] γενναίων ἄωτος νεκταρέας fr. 6b. f. ]ἄωτος ἡρώω[ν fr. 111a. 7. -
2 άωτος
-
3 ἄωτος
-
4 ἄωτος
A without ears, Plu.2.963b; of vessels, without lugs, Philet. ap. Ath.11.783a, dub. in Call.Fr. 115, cf. Aët.1.138. -
5 ἄωτος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄωτος
-
6 ἄωτος
ἄωτος, - ονGrammatical information: m., n.Meaning: `flock, down, the choicest, the flower of its kind' (Il.).Derivatives: ἀωτεύειν ἀπανθίζεσθαι H., ὑφαίνειν AB.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Considered as a verbal noun (*`blowing') of ἄημι. Thus recently Jacquinod, REA 90, 1988, 319 - 323 (* h₂w-oh₁-to-). But the connection with `blow' finds semantically no support and is improbable; it is just the general appearance of the form that led to it; rather it was a technical term (thus DELG).Page in Frisk: 1,205Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄωτος
-
7 άωτον
ἄωτονthe choicest: masc acc sgἄωτονthe choicest: neut nom /voc /acc sgἄωτοςthe choicest: masc /fem acc sgἄωτοςthe choicest: neut nom /voc /acc sg -
8 ἄωτον
ἄωτονthe choicest: masc acc sgἄωτονthe choicest: neut nom /voc /acc sgἄωτοςthe choicest: masc /fem acc sgἄωτοςthe choicest: neut nom /voc /acc sg -
9 λόγος
λόγος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.) A1 reason τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον (ἔχει λόγον. Σ.) I. 8.61 B word, etc.1 s.,a account, story, report ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι beyond the true version O. 1.28ἐθελήσω ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.21
ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87
ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.35
αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68
σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66
πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον συγγενέσιν παρεκοινᾶθ P. 4.132
πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν (v. l. ὁ λόγος) P. 7.9ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς N. 1.34
ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος· ἐσλὸν αἰνεῖν avec mon dire s'accorde justice la plus stricte Puech. N. 3.29ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη, λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31
ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71
οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν in the telling N. 4.94ψευστὰν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα N. 5.29
κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. and so, a report about oneself,εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13
b = εὐλογία, praise cf. B. 2. b, infra. ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (τὸν ὕμνον Σ.) O. 10.11ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54
ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λό-γον τεθνακότων N. 7.32
καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν (τὸν ἐγκωμιαστικὸν λόγον. Σ.) I. 5.27c utterance, statement, preceptἕπεται δὲ λόγος εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις O. 2.22
αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ τεκεῖν μή τιν O. 2.92
οὐ ψεύδει τέγξω λόγον· διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18
ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.35
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94
[cf. λόγῳ, B. 1. a, supra, N. 3.29]ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6
καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (sc. Ἄργος).Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφανε λόγον N. 10.11
λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα Pae. 4.35
d prophecyπαραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
σὲ δἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59
λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.38
ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.77
e converse, speakingδᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16
κέντρον δὲ μάχας ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3. κυριωτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide: as regards the utterance of wisdom) fr. 260. 7. as opposed to thought, ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισιλόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι fr. 203. 2.f sentenceδικάζει τις, ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ O. 2.60
h frag. ]λόγον τερπνῶν ἐπέων[ Pae. 14.34
2 pl.,a wordsγνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν O. 6.90
τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι of his request O. 7.68ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη P. 4.101
εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων,ὀρθὰν ἐπίστᾳ P. 3.80
“ ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε” P. 4.116μειλιχίοισι λόγοις P. 4.128
μειλιχίοις τε λόγοις P. 4.240
λόγοισι θνατῶν εὔδοξον ἅρματι νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.16
τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι N. 5.32
ὄψον δὲ λόγοι φθονεροῖσιν N. 8.21
καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων (λόγον Π̆{S}) Πα. 8A. 14. [ θανόντων δὲ καὶ λόγοι φίλοι προδόται ( λόγοι ut glossema del. Bergk) fr. 160.]b esp., words, expressions of praiseἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων O. 1.110
οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12
μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.5
ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.48
παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Pauw: ἀοιδοὶ καὶ λόγιοι codd., Π.) N. 6.30θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.51
ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54
ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17
εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 3. -
10 ἄωτον
A the choicest, the flower of its kind: in Hom. mostly of the finest wool,οἰὸς ἄωτον Il.13.599
, 716, Od.1.443; without οἰός (which must be supplied from the context), flock, down, 9.434; once of the finest linen,λίνοιό τε λεπτὸν ἄωτον Il.9.661
; of the golden fleece,χρύσεον ἄωτον A.R.4.176
, cf. Orph.A. 1336; ἄκρον ἄωτον [ὕδατος], of pure water, Call.Ap. 112; of the foam on a wave,κύματος ἄκρῳ ἀ. Id.Hec.1.4.3
;μέλιτος ἄ. γλυκύς Pi.Pae.6.59
: freq. in Pi., ἄ. ζωᾶς the prime or flower of life, Id.I.5(4).12; ἄ. στεφάνων the fairest of.., ib.6(5).4, cf. O.5.1; Χαρίτων ἄ. their fairest gift, Id.I. 8(7).16; σοφίας ἄκρος ἄ. the choicest gift of minstrel's art, ib.7(6).18; ἄ. γλώσσας, i.e. a song, ib.1.51;ὕμνων Id.P.10.53
;δίκας ἄ. Id.N.3.29
;Ἀφροδίτας.. ἄωτον A.Supp. 666
(lyr.): rarely in pl.,στεφάνων ἄωτοι Pi.O.9.19
;ἡρώων ἄωτοι Id.N.8.9
;ῥόδων ἄωτοι Simon.148
: in Epitaphs, θνῄσκω.. ἀκμᾶς ἐν ἀώτῳ in the flower of youth, IG3.1328;τὸν.. ἄωτον τοῦ δήμου CIG2804
, cf. Epigr.Gr.455.II that which gives honour and glory to a thing, ἄ. ἵππων a song in praise of horses, Pi.O.3.4;χειρῶν ἄ. ἐπίνικον Id.O.8.75
.—The gender is indeterminate in Hom. and A.; Pi. always has ἄωτος, and so Theoc.13.27; A.R. and later [dialect] Ep. ἄωτον (Opp.C.4.154, οἰὸς ἄωτα in pl.). -
11 άωτα
-
12 ἄωτα
-
13 άωτοι
-
14 ἄωτοι
-
15 αώτοις
ἄωτονthe choicest: masc dat plἄωτονthe choicest: neut dat plἄωτοςthe choicest: masc /fem /neut dat pl -
16 ἀώτοις
ἄωτονthe choicest: masc dat plἄωτονthe choicest: neut dat plἄωτοςthe choicest: masc /fem /neut dat pl -
17 αώτου
ἄωτονthe choicest: masc gen sgἄωτονthe choicest: neut gen sgἄωτοςthe choicest: masc /fem /neut gen sg -
18 ἀώτου
ἄωτονthe choicest: masc gen sgἄωτονthe choicest: neut gen sgἄωτοςthe choicest: masc /fem /neut gen sg -
19 αώτω
ἄωτονthe choicest: masc dat sgἄωτονthe choicest: neut dat sgἄωτοςthe choicest: masc /fem /neut dat sg -
20 ἀώτῳ
ἄωτονthe choicest: masc dat sgἄωτονthe choicest: neut dat sgἄωτοςthe choicest: masc /fem /neut dat sg
См. также в других словарях:
άωτος — I Η λέξη, που ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα άω, άημι (πνέω, φυσώ), σημαίνει το πιο εκλεκτό και ανώτερο στοιχείο ενός πράγματος. Στον Όμηρο τη συναντάμε με τη σημασία λεπτότατος σε σχέση με το μαλλί ή το λινάρι. Η ίδια συνάφεια εντοπίζεται και… … Dictionary of Greek
ἄωτος — ἄωτον the choicest masc nom sg ἄωτος the choicest masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άωτος — η, ο αυτός που δεν έχει αυτιά· για αγγεία: αυτά που δεν έχουν χερούλια: Τα αγγεία που βρέθηκαν είναι άωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ARGONAUTAE — Heroes, qui cum Iasone in Argo navi, A. M. 2791. Colchos profecti sunt ad diripiendum velltus aureum; Sunt qui dicant fuisse duos, et quinquaginta numerô, alii addunt quatuor: Inter quos praecipui Hercules, Hylas, Theseus, Pirithous, Orpheus,… … Hofmann J. Lexicon universale
ἄωτον — the choicest masc acc sg ἄωτον the choicest neut nom/voc/acc sg ἄωτος the choicest masc/fem acc sg ἄωτος the choicest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνωτος — ἄνωτος, ον (Α) άωτος* … Dictionary of Greek
άωτον — (AM ἄωτον, το Α και ἄωτος, ο) 1. το ωραιότατο και άριστο κάθε πράγματος, το άνθος, ο αθέρας 2. η ανώτατη βαθμίδα, το αποκορύφωμα («το άκρον άωτον») αρχ. 1. αυτό που δίνει τιμή και δόξα σε κάτι 2. λεπτότατο χνούδι μαλλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ … Dictionary of Greek
αωτώ — ἀωτῶ ( έω) (Α) κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν η σημασία «κοιμάμαι» του ρ. θεωρηθεί αυθεντική, τότε το αωτώ συνδέεται πιθ. με το άωρος (III), παρόλο που ο σχηματισμός παραμένει ασαφής. Εάν όμως γίνει αποδεκτή η ερμηνεία του Ησύχιου αωτείτε γλυκύν ύπνον… … Dictionary of Greek
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek
πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης … Dictionary of Greek
ἀώτοις — ἄωτον the choicest masc dat pl ἄωτον the choicest neut dat pl ἄωτος the choicest masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)