-
1 άχορδος
-
2 ἄχορδος
-
3 αχορδος
-
4 ἄχορδος
ἄχορδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄχορδος
-
5 άχορδος
ος, ον не имеющий струн -
6 ἄχορδος
-
7 бесструнный
άχορδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесструнный
-
8 άχορδον
-
9 ἄχορδον
-
10 φορμιγξ
φ. ἄχορδος Arst. = τόξον
-
11 αχόρδου
-
12 ἀχόρδου
-
13 αχόρδω
-
14 ἀχόρδῳ
-
15 бесструнный
-
16 φόρμιγξ
A lyre, freq. in Hom., esp. as the instrument of Apollo,φόρμιγγος περικαλλέος ἣν ἔχ' Ἀπόλλων Il.1.603
, cf. 24.63, Od.17.270, Hes.Sc. 203; of Achilles, ; with seven strings (after Terpander's time), ἑπτάκτυπος, ἑπτάγλωσσος, Pi.P.2.71, N.5.24;ἀντιψάλλων ἐλεφαντόδετον φ. Ar.Av. 219
(anap.).2 φ. ἄχορδος, metaph. for a bow, Arist.Rh.1413a1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φόρμιγξ
См. также в других словарях:
ἄχορδος — without strings masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχορδος — η, ο (Α ἄχορδος, ον) [χορδή] νεοελλ. ο χωρίς χορδές αρχ. 1. άμουσος, μη αρμονικός 2. φρ. «φόρμιγξ ἄχορδος» το τόξο (φόρμιγγα χωρίς χορδές) … Dictionary of Greek
ἄχορδον — ἄχορδος without strings masc/fem acc sg ἄχορδος without strings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχόρδου — ἄχορδος without strings masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχόρδῳ — ἄχορδος without strings masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρμιγγα — η / φόρμιγξ, ιγγος, ΝΜΑ παραλλαγή τής αρχαϊκής λύρας, το αρχαιότερο είδος τών έγχορδων μουσικών οργάνων, που χρησιμοποιούσαν οι αοιδοί και οι ραψωδοί, παραπλήσιο με τη σημερινή άρπα αλλά μικρότερου σχήματος, με τέσσερεις και αργότερα με επτά… … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek