-
1 πρός-χορδος
πρός-χορδος, zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόςχορδα τὰ φϑέγματα τοῖς φϑέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας.
-
2 πρός-χορδος [2]
πρός-χορδος, zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόςχορδα τὰ φϑέγματα τοῖς φϑέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας.
-
3 παρά-χορδος
παρά-χορδος, neben der rechten Seite greifend, fehlgreifend (?).
-
4 πεντά-χορδος
πεντά-χορδος, fünfsaitig, Ath. XIV, 637 a.
-
5 πολύ-χορδος
πολύ-χορδος, vielsaitig, vielstimmig; ᾠδαί, γῆρυς, Eur. Med. 196 Rhes. 548; καὶ πολυαρμόνια ὄργανα, Plat. Rep. III, 399 d, vgl. Poll. 4, 67; von der Flöte, wie Simonid. bei Aristid. or. 49 p. 513.
-
6 σύγ-χορδος
σύγ-χορδος, eigtl. von Saiten, zusammenstimmend, harmonirend, übh. zusammenpassend, Hesych. v. ἀντίχορδα.
-
7 τρί-χορδος
τρί-χορδος, dreisaitig, von, mit drei Saiten, βάρβιτος, Anaxil. bei Ath. IV, 183 b; τὸ τρίχορδον, ein mit drei Saiten bezogenes Tonwerkzeug, Plut.
-
8 τετρά-χορδος
τετρά-χορδος, viersaitig; τὸ τετράχορδον, das Tetrachord, Arist. probl. 19, 33 u. Music., eine Folge von vier Saiten od. Tönen, die drittehalb Töne maßen, die Grundlage aller spätern Tonsysteme.
-
9 εὔ-χορδος
-
10 βαρύ-χορδος
βαρύ-χορδος, φϑόγγος, tiefklingend, Strat. 29 (XII, 187).
-
11 δω-δεκά-χορδος
δω-δεκά-χορδος, zwölffaltig E. M.
-
12 δεκά-χορδος
δεκά-χορδος, zehnsaitig, λύρα Ion bei Euclid. harm. p. 19 Meib.; vgl. δεκαβάμων.
-
13 δί-χορδος
δί-χορδος, mit zwei Saiten, Ath. IV, 183 b; τὸ δίχορδον, der Dichord, Euphron. Ath VII, 380 b.
-
14 μονό-χορδος
μονό-χορδος, einsaitig, bes. ὄργανον, auch ὁ μονόχορδος, ein mit e in er Saite bezogenes Instrument, welches von den theoretischen Musikern zur Bestimmung der Intervalle benutzt wurde, Music.
-
15 ἀπό-χορδος
ἀπό-χορδος, mißtönend, mißhällig, Clem. Al.
-
16 ἀντί-χορδος
ἀντί-χορδος ( χορδή), 1) entgegengestimmt, entgegengesetzt, Plut. Qu. Sat. 4, 1. – 2) gleichtönend?
-
17 ὀκτά-χορδος
ὀκτά-χορδος, achtsaitig; ἐμμέλεια, Plut. de anim. procr. e Tim. 32; Iambl.
-
18 ὀλιγό-χορδος
ὀλιγό-χορδος, mit wenig Saiten (?).
-
19 ἄ-χορδος
-
20 ἐννεά-χορδος
ἐννεά-χορδος, neunsaitig, Ath. XIV, 636 b.
См. также в других словарях:
εφτάχορδος — η, ο επτάχορδος, με επτά χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + χορδος (< χορ δή), πρβλ. έγ χορδος, μονό χορδος] … Dictionary of Greek
ισόχορδος — η, ο (Α ἰσόχορδος, ον) αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύ χορδος, ολιγό χορδος] … Dictionary of Greek
μονόχορδος — η, ο (ΑΜ μονόχορδος, ον) 1. αυτός που έχει μία μόνο χορδή 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόχορδο(ν) μουσικό όργανο με μία χορδή, κινητό καβαλάρη και παραλληλόγραμμο ηχείο, που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα για τη μέτρηση και τη θεωρητική αναπαράσταση… … Dictionary of Greek
ποσάχορδος — ον, Α με πόσες χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + χορδος (< χορδή) κατά τα τετρά χορδος, πεντά χορδος] … Dictionary of Greek
ολιγόχορδος — ὀλιγόχορδος, ον (Α) αυτός που έχει λίγες χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + χορδος (< χορδή), πρβλ. ισό χορδος] … Dictionary of Greek
παράχορδος — η, ο μουσ. 1. (για ήχο) αυτός που παράγεται όχι από τη χορδή που έπρεπε να κρουσθεί, αλλά από άλλη, διπλανή, δηλαδή ο παράτονος, ο παράφωνος, ο δυσαρμονικός 2. (για έγχορδο όργανο) ο κουρντισμένος εσφαλμένα ή άσχημα, ο κακοκουρντισμένος ή ο… … Dictionary of Greek
πεντάχορδος — η, ο / πεντάχορδος, ον, ΝΜΑ 1. (για μουσικά όργανα) αυτός που έχει πέντε χορδές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάχορδο αρχαίο ελληνικό μουσικό όργανο σκυθικής προέλευσης με πέντε χορδές το οποίο παιζόταν με πλήκτρο 3. φρ. «πεντάχορδο μουσικό σύστημα» ή … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκάχορδος — η, ο / πεντεκαιδεκάχορδος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από δεκαπέντε χορδές νεοελλ. φρ. «πεντεκαιδεκάχορδο σύστημα» μουσ. μουσικό σύστημα που εκτείνεται σε δύο οκτάβες, δηλ. 15 φθόγγους, και συντίθεται από 4 τετράχορδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πολύχορδος — η, ο / πολύχορδος, ον, ΝΑ (για μουσ. όργανο) αυτός που έχει πολλές χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύχορδο ηχόμετρο στο οποίο εκτείνονται πολλές χορδές αρχ. 1. (σχετικά με αυλό) αυτός που παράγει, που εκπέμπει πολλές φωνές 2. (σχετικά με… … Dictionary of Greek
σύγχορδος — ον, Α (για μουσικές χορδές) αυτός που συγκροτεί αρμονία, αρμονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χορδος (< χορδή), πρβλ. ἔγ χορδος] … Dictionary of Greek
τετράχορδος — η, ο / τετράχορδος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τετράχορδο α) έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερεις χορδές β) ανιούσα διαδοχή τεσσάρων φθόγγων Ι αρχ. το ουδ. ως ουσ. μουσική κλίμακα που περιλαμβάνει δύο τόνους… … Dictionary of Greek