-
61 μηρίον
μηρίον, τό, nur im plur. μηρία, τά, auch μῆρα, die aus den Schenkeln, μηροί, der Opfertiere geschnittenen Schenkelknochen, welche beim Opfer mit Fett umwickelt und verbrannt wurden; ἄφαρ δ' ἐκ μηρία τάμνον, sie schnitten die Knochen aus den Schenkeln, κατὰ δὲ κνίσσῃ ἐκάλυψαν, δίπτυχα ποιήσαντες, umhüllten sie mit einer doppelten Lage Fett, ἐπ' αὐτῶν δ' ὠμοϑέτησαν, legten kleine Stücke Fleisch darauf, καῖε δ' ἐπὶ σχίζῃς ὁ γέρων, und der Alte verbrannte sie; ἀγλαὰ μηρία, entweder fettglänzende Schenkelknochen, od. herrliches, stattliches Schenkelfleisch -
62 αἰπύς
Grammatical information: adj.Meaning: `steep' (Il.)Other forms: Other stem in αἰπά ( αἰπὰ ῥέεθρα Θ 369) and αἰπήν ( πόλιν... αἰπήν γ 130 etc.), maybe a metrical device.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: No etym. - Here perhaps αἶψα, s. s.v. - Fur. 158 further connects ἐξαιφνής \/ ἐξαπίνης, ἄφνω \/ ἄφαρ, which is as good as that with αἶψα (π\/φ is well known, lab. \/ ψ also, cf. δέφω \/ δέψω, βίττκαος \/ ψιττακός); many Pre-Greek words begin with αἰ-.Page in Frisk: 1,43Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰπύς
-
63 αἴφνης
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἴφνης
-
64 αἶψα
Grammatical information: adv.Meaning: `quickly, suddenly' (Il.)Derivatives: αἰψηρός `quick' (Il.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Sommer IF 11, 243 connected the word with αἰπύς (`steep', q.v.) as *αἰπ-σ-α; rather with Fur. 158 as a substr. word with lab. \/ ψ. Frisk added: "Hierher wohl auch αἴφνης aus *αἰπ-σ-νᾱ-ς." Fur. further connects ἐξαίφνης. ἐξαπίνης, ἄφαρ, ἄφνω; see Beekes, Pre-Greek.Page in Frisk: 1,48Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἶψα
-
65 ἀφαρεύς
Grammatical information: m.Meaning: `belly-fin of female tunny' (Arist. HA 543 a, uncertain), τοῦ θήλεος θύννου τὸ ὑπὸ τῃ̃ γαστρὶ πτερύγιον H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Fur. 174 compares ἀβαρται· πτηναί, Κύπριοι; on - τος in substr. words s. ἄ῎τρακτος, ἄσφαλτος. Chantr. wonders whether it could belong with ἄφαρ, which I do not understand.Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀφαρεύς
-
66 ἄφνω
Grammatical information: adv.Meaning: `suddenly' (A.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: To ἄφαρ (s. v.) Cf. further ἀφνός ἐξαίφνης (Schwyzer 624) and ἀφνίδια ἀφνίδαν, ἄφνω H.; cf. αἰφνίδιος and αἴφνης.Page in Frisk: 1,196Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄφνω
-
67 ἐξαπίνης
Grammatical information: adv.Meaning: `suddenly' (Il..).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like ἐξαίφνης. Clearly to ἄφαρ, ἄφνω (s.v.) (Strömberg Prefix Studies 56). Fur. 158 etc. recognized that the whole group is Pre-Greek (π\/φ). The variants - ιφ-\/- πι- show that the i is part of the labial, so I assumed a py in these forms (Beekes, Pre-Greek, B 1); cf. κνωπεύς\/ κινώπετον, and πινυτός; also ἀκραιφνής\/ ἀκραπνής.Page in Frisk: 1,528Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐξαπίνης
-
68 Immediately
adv.Those immediately concerned: P. οἱ μάλιστα προσήκοντες.Adjoin immediately: P. εὐθὺς ἔχεσθαι (gen.) (Thuc. 8, 90).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Immediately
-
69 Instantly
adv.Importunately: P. λιπαρῶς; see Importunately.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Instantly
-
70 Straightway
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Straightway
См. также в других словарях:
άφαρ — ἄφαρ επίρρ. (Α) 1. ευθύς, αμέσως, αμέσως μετά, μετά από αυτό 2. πολύ 3. ξαφνικά, γρήγορα 4. ως επίθ. ταχύς, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Αρχικά πιθ. αποτελούσε αφηρημένο ουδέτερο σε r / n ουσιαστικό (πρβλ. και άφνω, με το… … Dictionary of Greek
ἄφαρ — straightway poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
Ντανάκιλ — Πληθυσμός της ανατολικής Αφρικής ο οποίος αποτελεί την εθνική πλειονότητα του γαλλικού υπερπόντιου εδάφους, που ήταν γνωστό παλαιότερα ως Γαλλική Σομαλία και σήμερα ως Γαλλικό Έδαφος των Αφάρ και των Ισά Αφάρ (που σημαίνει οι ελεύθεροι), είναι… … Dictionary of Greek
Τζιμπουτί — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει με την Ερυθραία στα βόρεια, με την Αιθιοπία στα νότια νοτιοδυτικά και με τη Σομαλία στα νότια.Διοικητικά η Δημοκρατία χωρίζεται σε 5 περιφέρειες: Aλί Σαμπίε, Nτικίλ, Tζιμπουτί, Tατζούρα, Γιομπόκ.… … Dictionary of Greek
абие — нареч. тотчас , цслав., др. русск., ст. слав. абие – то же. По Шмидту (Pluralb. 216) – к др. инд. ahnāya (из *abhnāya) тотчас , греч. ἄφαρ тотчас , ἄφνω(ς) внезапно , ирл. obann внезапно . Иначе, предполагая удлинение начального гласного,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
собака лает, ветер носит — Ср. Плюнь на нее собака лает, ветер носит. К чистому срамота не пристанет. Мельников. На горах. 1, 2. Ср. За что разгневаться, ваше благородие? У нас российская пословица: собака лает, ветер носит. Фонвизин. Недоросль. 3, 7. Цыфиркин. Ср.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Собака лает, ветер носит — Собака лаетъ, вѣтеръ носитъ. Ср. Плюнь на нее собака лаетъ, вѣтеръ носитъ. Къ чистому срамота не пристанетъ. Мельниковъ. На горахъ. 1, 2. Ср. За что разгнѣваться, ваше благородіе? У насъ россійская пословица: собака лаетъ, вѣтеръ носитъ.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
SINTII vel SINTIES — SINTII, vel SINTIES Thraces, qui Lemnum olim incoluerunt. Homer. Il. a. v. 593. ubi de Vulcano: ΚάππεϚον εν Λήμνῳ Ἔνθα με Σίντιες ἄνδρες ἄφαρ κομίϚαντο το εσόντα. Idem de eodem Ulysseâ θ. v. 294. Οἴχεται εἰς Λῆμνον κατὰ Σίντιας ἀγριοφώνους … Hofmann J. Lexicon universale
άφνου — (Μ ἄφνου, Α ἄφνω και ἄφνως) επίρρ. ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άφνω πιθ. < οργανική πτώση ονοματικού θέματος σε r / n (πρβλ. άφαρ), ενώ ο συσχετισμός του με το ρ. άπτω είναι αβάσιμος. Ο τ. άφνως σχηματίστηκε με το επιρρηματικό s κατά τα ούτως,… … Dictionary of Greek