-
1 ψιττακος
-
2 ψίττακος
-
3 ψιττακός
ψιττακόςparrot: masc nom sg -
4 ψιττακός
ψιττᾰκός, ὁ,A parrot, Call.Iamb.1.167, PMag.Par.2.508 (202) Preisendanz, Plu.2.972f, Callix.3, D.S.2.53, etc.; also [full] ψιττάκη, ἡ, Arist.HA 597b27:—also [full] βίττακος, [full] σιττακός, qq. v.II an eye-salve, Gal.12.745.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.150. (Loanword.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιττακός
-
5 ψίττακος
ψίττακος, ὁ, der Papagei -
6 ψιττακός
ο попугай -
7 ψιττακοί
ψιττακόςparrot: masc nom /voc pl -
8 ψιττακούς
ψιττακόςparrot: masc acc pl -
9 ψιττακόν
ψιττακόςparrot: masc acc sg -
10 ψιττακη
-
11 ψιττακών
-
12 ψιττακῶν
-
13 psittacus
-
14 siptace
-
15 σίττακος
-
16 ψιττάκη
ψιττάκη, ἡ, = σιττάκη, Arist. H. A. 8, 12, s. ψίττακος.
-
17 βροτό-γηρυς
βροτό-γηρυς, ψιττακός, mit menschlicher Stimme, Crinag. 27 (IX, 562).
-
18 κύρτος
κύρτος, ὁ, eigtl. alles aus Binsen Geflochtene; bes. Fischerreuse, ἀγγεῖον σχοινῶδες, ᾧ οἱ ἁλιεῖς χρῶνται, Hesych., wie Schol. Il. 2, 218 u. Tim. lex. Plat.; Plat. vrbt κύρτους καὶ δίκτυα, Soph. 200 c; τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι Tim. 79 d, vgl. Legg. VII, 823 e; Sp., ἰχϑύων κύρτος Anacr. 56, 27; καὶ τῶν κύρτων τὸ ἀδιέξοδον Luc. de merc. cond. 3; Zenob. 4, 8 sprichwörtlich εὕδοντι κύρτος αἱρεῖ, denn Nachts singen sich darin die Fische. – Auch = Käfig, Vogelbauer, κύρτον λυγοτευχέα ἀφεὶς ψιττακός Crinag. 27 (IX, 562). – Vgl. κύρτη und κυρτός.
-
19 βίττακος
-
20 ὠκυ-δίδακτος
ὠκυ-δίδακτος, schnell gelehrt, schnell lernend, ψιττακός Crinag. 27 (IX, 562).
См. также в других словарях:
ψιττακός — parrot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττακός — Πτηνό της οικογένειας των ψιττακιδών. Bλ. λ. παπαγάλοι. * * * ο, ΝΜΑ, και σιττακός Α ο παπαγάλος νεοελλ. ζωολ. γένος παπαγάλων τής κεντρικής και δυτικής Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψιττάκη] … Dictionary of Greek
ψιττακός — ο παπαγάλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιττακοῖς — ψιττακός parrot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττακοί — ψιττακός parrot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττακοῦ — ψιττακός parrot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττακούς — ψιττακός parrot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττακῷ — ψιττακός parrot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιττακόν — ψιττακός parrot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пситтакозавры — ? † Пситтакозавры … Википедия
ψιττάκη — και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α ψιττακός, παπαγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή τού πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το… … Dictionary of Greek