-
1 άφνω
-
2 ἄφνω
-
3 ἄφνω
Grammatical information: adv.Meaning: `suddenly' (A.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: To ἄφαρ (s. v.) Cf. further ἀφνός ἐξαίφνης (Schwyzer 624) and ἀφνίδια ἀφνίδαν, ἄφνω H.; cf. αἰφνίδιος and αἴφνης.Page in Frisk: 1,196Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄφνω
-
4 ἄφνω
ἄφνω adv. (Aeschyl., Thu. et al.; pap, LXX; TestSol H; TestAbr B 14 p. 118, 21 [Stone p. 84]; JosAs 27:6; Jos., Vi. 126; Mel., P. 30, 203) pert. to a very brief interval between a state or event that precedes and one that follows, of a sudden, ἐγένετο ἄφνω … ἦχος suddenly there was a sound Ac 2:2; 16:26; 1 Cl 57:4; ApcPt 4:11.—Immediately, at once (Diod S 14, 104, 2) Ac 28:6.—DDaube, The Sudden in the Scriptures ’64, 29f. DELG. -
5 ἄφνω
-
6 αφνω
adv. вдруг, неожиданно, внезапно Aesch., Eur., Thuc., Dem., Plut. -
7 ἄφνω
ἄφνω, Adv. -
8 ἄφνω
ἄφνω, ἄφνως, plötzlich -
9 ἄφνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄφνω
-
10 άφνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άφνω
-
11 ἄφνω
внезапно, вдруг.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄφνω
-
12 ἄφνω
вдруг, неожиданно -
13 ἄφνω
+ D 0-1-3-2-4=10 Jos 10,9; Jer 4,20; 18,22; 28(51),8; Prv 1,27unawares, of a sudden -
14 ἄφνως
ἄφνω, ἄφνως, plötzlich -
15 αφνως
-
16 προς-ίπταμαι
προς-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), att. = προςπέτομαι, hinzu-, hinanfliegen, schnell, unvermuthet herbeikommen; τίς ἀχώ, τίς ὀδμὰ προςέπτα μ' ἀφεγγής; Aesch. Prom. 115; τὸ διαμφίδιον δέ μοι μέλος προςέπτα, 554; auch προςέπτατο, 647; οὐκ ἄφνω κακὸν τόδε προςέπτατο, Eur. Alc. 423; προςέπταντο, Ar. Ach. 830; einzeln bei Sp.
-
17 προσπετομαι
(fut. προσπτήσομαι, aor. προσέπτην)1) прилетать, подлетать(τινι ὥσπερ μυῖα Xen.; πρός τι Arst.)
2) перен. долетать, доноситьсяτίς ἀχὼ προσέπτα με или μοι ; Aesch. — что за шум донесся до меня?
3) перен. обрушиваться, постигать -
18 869
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 869
-
19 αἴφνης
αἴφνης, Adv. -
20 παρεισέρχομαι
A come or go in beside: Medic., of fingers or instruments, to be inserted, Gal.18(1).323, 332: generally, come in,ὅπως.. τύχη παρεισέλθῃ Epicur.Fr.281p.351U.
;παρεισελθόντες ὡς φίλιοι Plb.1.7.3
, al.;νόμος παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα Ep.Rom. 5.20
;π. ἄφνω πρὸς τὴν ἑστίαν Plu.Cor. 23
; to be introduced, of a side-issue, Gal.8.749: c. inf.,π. κατασκοπῆσαι Ep.Gal.2.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεισέρχομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄφνω — unawares indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφνου — (Μ ἄφνου, Α ἄφνω και ἄφνως) επίρρ. ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άφνω πιθ. < οργανική πτώση ονοματικού θέματος σε r / n (πρβλ. άφαρ), ενώ ο συσχετισμός του με το ρ. άπτω είναι αβάσιμος. Ο τ. άφνως σχηματίστηκε με το επιρρηματικό s κατά τα ούτως,… … Dictionary of Greek
абие — нареч. тотчас , цслав., др. русск., ст. слав. абие – то же. По Шмидту (Pluralb. 216) – к др. инд. ahnāya (из *abhnāya) тотчас , греч. ἄφαρ тотчас , ἄφνω(ς) внезапно , ирл. obann внезапно . Иначе, предполагая удлинение начального гласного,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
вънезапоу — (169) нар. Внезапно, неожиданно, вдруг: вънезапѹ коньчинѹ ихъ разѹмѣѥши (ἐξαίφνης) Изб 1076, 168 об.; и се вънезаапѹ чюдо бысть страшьно. ЖФП XII, 47б; вънезапѹ жена сѹхорѹка˫а побѣже к олтарю трепещющи… рѹкою. СкБГ XII, 22б; недѹгъмь ѹбо… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ORI — populi Asiae, Gedrosiis vicini, aliis Oritae: Arbi fluvio ab Indis discreti, Plin. l. 6. c. 23. Quos tamen Arrianus in Expeditione Alexandri l. 6. Indis accenset: Καὶ ἅμα ὡς τοῖς Ω᾿ρίταις τοῖς ταύτῃ Ι᾿νδοῖς ἀυτονόμοις ἐκ πολλοῦ οὖσιν ἅφνω… … Hofmann J. Lexicon universale
άφαρ — ἄφαρ επίρρ. (Α) 1. ευθύς, αμέσως, αμέσως μετά, μετά από αυτό 2. πολύ 3. ξαφνικά, γρήγορα 4. ως επίθ. ταχύς, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Αρχικά πιθ. αποτελούσε αφηρημένο ουδέτερο σε r / n ουσιαστικό (πρβλ. και άφνω, με το… … Dictionary of Greek
αίφνης — επίρρ. (Α αἴφνης) ξαφνικά, έξαφνα, αιφνιδίως νεοελλ. απροσδόκητα, ανέλπιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη μορφή τού συνθ. εξ αίφνης, τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται προς τα… … Dictionary of Greek
εξαπίνης — (Α ἐξαπίνης και δωρ. και αιολ. τ. ἐξαπίνας) ξαφνικά, αιφνίδια, απροσδόκητα, απρόβλεπτα («θῆρε δύω... ἐλθόντ ἐξαπίνης», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με το επίρρημα εξαίφνης, ενώ η ετυμολογική σύνδεσή του με… … Dictionary of Greek
επιπολάζω — (AM ἐπιπολάζω) [επιπολής] παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («οἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐπιπολάζουσιν οὐδὲ φέρονται ἄνω», Αριστοτ.) αρχ. 1. (ειδ.) (για τροφή) μένω άπεπτος στο στομάχι 2. (για πτηνά) πετώ ψηλά 3. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην κορυφή,… … Dictionary of Greek
καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… … Dictionary of Greek