-
1 άστρωτος
-
2 ἄστρωτος
-
3 αστρωτος
21) непокрытый, неодетый(ἄνθρωπος γυμνός τε καὴ ἀνυπόδητος καὴ ἄ. Plat.)
2) ничем не устланный, голый -
4 άστρωτος
η, ο [ος, ον ]1) ненастланный (о поле); немощёный (об улице); 2) не оклеенный обоями; 3) ненакрытый, непокрытый (о столе); 4) неприготовленный, непостланный (о постели); неубранный, назастланный; 5) непостланный (о ковре, покрывале); 6) перен. неналаженный (о предприятии, службе); 7) не приспособившийся (к работе); 8) непослушный (о ребёнке);§ άστρωτο άλογο — неосёдланная лошадь;
άστρωτο τώχει ακόμα στα βουνά — горы ещё не покрылись снегом
-
5 άστρωτος
[асгротос] επ неустланный, незастланный. -
6 ἄστρωτος
ἄστρ-ωτος, ον,3 of a horse, without trappings, Arr.Tact.2.3, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄστρωτος
-
7 ἄστρωτος
-
8 άστρωτον
-
9 ἄστρωτον
-
10 χαμαι-πετής
χαμαι-πετής, ές, eigtl. auf die Erde fallend, auf der Erde, im Staube liegend, niedrig; ἄνα γε μάν, δόμοι, πολὺν ἄγαν χρόνον χαμαιπετεῖς ἔκεισϑ' ἀεί Aesch. Ch. 962; u. übertr., βόαμα Ag. 894; ὑψόϑεν χαμαιπετὴς πίπτει πρὸς οὖδας Eur. Bacch. 1109; στιβάς, εὐνή, Troad. 507 Cycl. 385; χαμαιπετὴς ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος Plat. Conv. 203 d; δένδρα Pol. 13, 10, 7; Sp.; χαμαιπετῶς ἐπαιρόμενος Luc. Icarom. 10; auch niedrig von Ausdruck, de hist. conscr. 16; – verloren gehend, vergeblich, λόγος Pind. Ol. 9, 13, ἔπος P. 6, 37.
-
11 άστρωτοι
-
12 ἄστρωτοι
-
13 αστρώτοιν
-
14 ἀστρώτοιν
-
15 αστρώτοιο
-
16 ἀστρώτοιο
-
17 αστρώτοισι
-
18 ἀστρώτοισι
-
19 αστρώτους
-
20 ἀστρώτους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄστρωτος — without bed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστρωτος — η, ο (Α ἄστρωτος, ον) [στρωτός] (για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο») 2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι») 3. εκείνος που δεν έχει γίνει … Dictionary of Greek
άστρωτος — η, ο 1. εκείνος πάνω στον οποίο δε στρώθηκε κάτι: Τα δωμάτια τα είχαν ακόμη άστρωτα, γιατί είχαν δώσει τα χαλιά για καθάρισμα. 2. ανισοπέδωτος: Ο δρόμος ήταν άστρωτος κι οι μπουλντόζες δούλευαν για να τον στρώσουν. 3. ατακτοποίητος: Τα κρεβάτια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄστρωτον — ἄστρωτος without bed masc/fem acc sg ἄστρωτος without bed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρώτοιν — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρώτοιο — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρώτοισι — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρώτους — ἄστρωτος without bed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρώτων — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρώτῳ — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστρωτοι — ἄστρωτος without bed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)