-
1 αστρώτοιο
-
2 ἀστρώτοιο
См. также в других словарях:
ἀστρώτοιο — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αστρώτοιο
2 ἀστρώτοιο
ἀστρώτοιο — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)