-
1 άσπερμος
-
2 ἄσπερμος
-
3 ἄσπερμος
ἄσπερμος, ον,A without seed, i. e. posterity, Il.20.303, Luc.Am.35: metaph.,καρπὸς λόγου Max.Tyr.31.5
:—in literal sense, opp. πολύσπερμος, Arist.GA 725b29; of plants, Thphr.HP7.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄσπερμος
-
4 ἄσπερμος
ἄ-σπερμος ( σπέρμα): without offspring, Il. 20.303†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄσπερμος
-
5 άσπερμον
-
6 ἄσπερμον
-
7 άσπερμα
-
8 ἄσπερμα
-
9 άσπερμοι
-
10 ἄσπερμοι
-
11 ασπέρμου
-
12 ἀσπέρμου
-
13 ασπέρμους
-
14 ἀσπέρμους
-
15 ασπέρμω
-
16 ἀσπέρμῳ
-
17 ασπέρμων
-
18 ἀσπέρμων
-
19 ἄφαντος
A made invisible, blotted out,ἀκήδεστοι καὶ ἄ. Il.6.60
;ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄ. ὄληται 20.303
, etc.; hidden,ἄ. ἕρμα A.Ag. 1007
(lyr.);ἔφην' ἄφαντον φῶς S.Ph. 297
;ἄ. ἔπελες Pi.O.1.46
;ἐκ βροτῶν ἄ. βῆναι S.OT 832
; ἁνὴρ ἄ. ἐκ.. στρατοῦ he has disappeared, A.Ag. 624; ἄ. οἴχεσθαι ib. 657, Jul.Or.2.59a; ;ἀρθεῖσ' ἄ. E.Hel. 606
; (lyr.); ἴχνος πλατᾶν ἄ. disappearing, A.Ag. 695 (lyr.); invisible,νύξ Parm.9.3
.3 obscure, Id.N.8.34; θεοῖς δῆλος θνητοῖσι δ' ἄ. Epimenid.II.—Poet. and late Prose,ἄ. γενέσθαι D.S.3.60
, 4.65, Ev.Luc.24.31;τὰ ἄφαντα φήναντες Aristid.1.260
J., cf. Sch.Arat. 899.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄφαντος
См. также в других словарях:
ἄσπερμος — without seed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσπερμος — η, ο (Α ἄσπερμος, ον) (για φυτά) αυτός που δεν παράγει σπέρμα ή που παράγει καρπούς χωρίς σπόρους («ἄσπερμον γένος», Θεόφρ. «άσπερμος σταφιδάμπελος») νεοελλ. χωρίς σπέρμα («άσπερμα αβγά» αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί) αρχ. 1. χωρίς σπέρμα,… … Dictionary of Greek
ἄσπερμον — ἄσπερμος without seed masc/fem acc sg ἄσπερμος without seed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπέρμου — ἄσπερμος without seed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπέρμους — ἄσπερμος without seed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπέρμων — ἄσπερμος without seed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπέρμῳ — ἄσπερμος without seed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπερμα — ἄσπερμος without seed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπερμοι — ἄσπερμος without seed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)