-
1 άσπερμα
-
2 ἄσπερμα
См. также в других словарях:
ἄσπερμα — ἄσπερμος without seed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσπερμος — η, ο (Α ἄσπερμος, ον) (για φυτά) αυτός που δεν παράγει σπέρμα ή που παράγει καρπούς χωρίς σπόρους («ἄσπερμον γένος», Θεόφρ. «άσπερμος σταφιδάμπελος») νεοελλ. χωρίς σπέρμα («άσπερμα αβγά» αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί) αρχ. 1. χωρίς σπέρμα,… … Dictionary of Greek
παρθενοκαρπία — Σχηματισμός καρπών με κανονική εξέλιξη και ανάπτυξη, χωρίς να έχει μεσολαβήσει γονιμοποίηση για να προκαλέσει την ανάπτυξη των γειτονικών βοηθητικών ιστών της ωοθήκης και του ωαρίου. Η π. μπορεί να συμβεί στη φύση εξαιτίας στείρωσης της γύρης,… … Dictionary of Greek