-
21 ἀρχ-αιρέσια
ἀρχ-αιρέσια, τά, = ἀρχαιρεσίαι, Pol. 4, 82, 2; D. Hal. u. Plut.
-
22 ἀρχ-αγγελικός
ἀρχ-αγγελικός, den Erzengel betreffend, K. S.
-
23 ἀρχ-ηγετεύω
ἀρχ-ηγετεύω, Anführer sein, gebieten, τινός Her. 2, 123.
-
24 ἀρχ-ηγετέω
ἀρχ-ηγετέω, anfangen, ἀπό τινος Soph. El. 83.
-
25 ἀρχ-ηγικός
ἀρχ-ηγικός, den ἀρχηγός betreffend, Sp.
-
26 ἀρχ-ηγέτις
ἀρχ-ηγέτις, fem. zum vorig., πημάτων Lycophr. 1350; τῆς δυναστείας, Hauptstadt, Pol. 5, 58, 4; Παλλὰς Ἐρεχϑειδᾶν ἀρχαγέτι Inscr. 666, vgl. 476. 477.
-
27 ἀρχ-ηγέτης
ἀρχ-ηγέτης, ὁ, (Oberaufseher) Stammvater eines Geschlechts, Erbauer einer Stadt, auch von Göttern, Τιρυνϑίων Pind. Ol. 7, 78; vgl. P. 5, 60; vgl. Plat. Lys. 255 d; Xen. Hell. 6, 3, 4; τῆς πόλεως 7, 3, 8; Pol. 34, 1; übh. Herrscher, König, Aesch. Spt. 990 Suppl. 181; Soph. O. R. 751; Urheber, τύχης Eur. El. 554. – In Athen hießen so die zehn ἥρωες ἐπώνυμοι, Dem. 43, 66; vgl. B. A. 449, 14.
-
28 ἀρχ-άγγελος
ἀρχ-άγγελος, ὁ, Erzengel, Iambl. bei Stob.; K. S.
-
29 ἀρχ-έσπερος
ἀρχ-έσπερος, νύξ, ἡ, Ath. VIII, 355 b, ist wohl gleich ἀκρέσπερος.
-
30 ἀρχ-ᾱγέτης
ἀρχ-ᾱγέτης, ὁ, nach Plut. Lyc. 6 der ursprüngliche Name der lacedämonischen Könige, s. ἀρχηγέτης.
-
31 ἀρχ-ώνης
-
32 σπουδ-αρχ-αιρεσία
σπουδ-αρχ-αιρεσία, ἡ, eifriges Bemühen um ein Staatsamt, ambitus, Hesych.
-
33 συν-αρχ-αιρεσιάζω
συν-αρχ-αιρεσιάζω, Einen bei Bewerbung um eine Ehrenstelle unterstützen, Plut. de amic. mult. g. E.
-
34 κατ-αρχ-αιρεσιάζω
κατ-αρχ-αιρεσιάζω, Einen bei der Mahl zu einem Amte übergehen, od. bei der Bewerbung überwinden, Plut. C. Graech. 11; Longin. 44, 9 im pass.
-
35 μιξ-αρχ-ηγέτης
μιξ-αρχ-ηγέτης, ὁ, dor. μιξαρχαγέτας, hieß nach Plut. qu. graec. 23 Kastor in Argos, weil er daselbst begraben sein sollte und als ein Halbheros verehrt wurde, der mit seinem Bruder Pollux das Loos der Sterblichkeit zu gleichen Hälften theilte. Vgl. ἀρχηγέτης.
-
36 ἀρχιατρός
A court or official physician, OGI256.5 (Delos, ii/i B.C.), etc.; of the Roman Emperors, Gal.14.2, al.; of communities, arch. populares Cod.Theod.13.3, Cod.Just.10.52.10, al.: generally, responsible practitioner, Aret.CA2.5; cf. ἀρχιίατρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχιατρός
-
37 ἀρχερανιστέω
ἀρχ-ερανιστέω, ein ἀρχ-ερανιστής, sein: in Rhodus ein Beamter -
38 ἀρχιερεύς
ἀρχ-ιερεύς, ἀρχ-ιέρεως, Oberpriester; pontifex maximus -
39 ἀρχιέρεως
ἀρχ-ιερεύς, ἀρχ-ιέρεως, Oberpriester; pontifex maximus -
40 ἀρχεδέατρος
ἀρχ-εδέατρος, ὁ,A chief seneschal at the Ptolemaic court, OGI169.4 ([place name] Alexandria), 181.4 ([place name] Paphos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχεδέατρος
См. также в других словарях:
αρχ- — (AM αρχ ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ είναι μία από τις μορφές που εμφανίζουν τα σύνθετα των οποίων το α συνθετικό προέρχεται από το ρ. άρχω, ενώ το β συνθετικό τους αρχίζει από φωνήεν. Για το αρχ ισχύει ό,τι και για το αρχε *, αρχι * και αρχο * Δηλ. τα… … Dictionary of Greek
Ἀρχ' — Ἀρκά , Ἀρκάς Arcadian masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχ' — ἀρχά̱ , ἀρχή beginning fem nom/voc/acc dual ἀρχά̱ , ἀρχή beginning fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀρχαί , ἀρχή beginning fem nom/voc pl ἀρχί , ἀρχίς fem voc sg ἀρχέ , ἀρχός leader masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρχ' — Ἄρκα , Ἄρκας masc voc sg (doric aeolic) Ἄρκα , Ἄρκας masc nom sg (epic doric aeolic) Ἄρκαι , Ἄρκας masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἄρκᾱͅ , Ἄρκας masc dat sg (doric aeolic) Ἄρκαι , Ἄρκη fem nom/voc pl Ἄρκᾱͅ , Ἄρκη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρχ' — ἄρκαι , ἄρκη arca fem nom/voc pl ἄρκᾱͅ , ἄρκη arca fem dat sg (doric aeolic) ἄρκε , ἄρκος bear masc voc sg ἄρχε , ἄρχω to be first pres imperat act 2nd sg ἄρχε , ἄρχω to be first imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθάρι — (αρχ. πίθος). Αγγείο μεγάλων διαστάσεων με χοντρά τοιχώματα, πλατύ και κοντό λαιμό και μικρές λαβές. Η βάση του, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούσε, ήταν άλλοτε πλατιά και άλλοτε στενή. Κατασκευαζόταν συνήθως από πηλό ή πέτρα, σπανιότερα δε από … Dictionary of Greek
Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… … Dictionary of Greek
Λακεδαίμονα — (αρχ. Λακεδαίμων). Ονομασία κατά την ομηρική εποχή της Λακωνικής, δηλαδή της εύφορης χώρας της Λακωνίας που βρισκόταν στην κοιλάδα του Ευρώτα. Κατά τη βυζαντινή περίοδο η ονομασία αυτή επικράτησε για τη Σπάρτη. Τότε, ήταν ένας μικρός οικισμός, ο… … Dictionary of Greek
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek