-
41 ἀρτι-γραφής
ἀρτι-γραφής, ές, eben geschrieben, Luc. Lexiph. 1.
-
42 ἀρτι-κροτέομαι
ἀρτι-κροτέομαι, ἠρτικροτοῠντο οἱ γάμοι Menand. bei Zon. u. Hes., sich vereinigen, durch συνεφώνουν erkl.
-
43 ἀρτι-ζυγία
ἀρτι-ζυγία, ἡ, eben erst geschlossene Verbindung, Aesch. Pers. 534.
-
44 ἀρτι-κόμιστος
ἀρτι-κόμιστος, eben gebracht, Nonn. D. 9, 53.
-
45 ἀρτι-γενειάσκω
ἀρτι-γενειάσκω, Gregor. ep.(VIII, 122), ist in zwei Wörtern zu schreiben.
-
46 ἀρτι-γενής
ἀρτι-γενής, ές, jüngst geboren, entstanden, Nic. Al. 355; Ael. N. A. 4, 34.
-
47 ἀρτι-γλυφές
ἀρτι-γλυφές, ξόανον, eben geschnitzt, Theocr. ep. 4 (IX, 437).
-
48 ἀρτι-γένειος
ἀρτι-γένειος ( γένειον), milchbärtig, χνόος Diod. 6 (IX, 219); Luc. soloec. 2.
-
49 ἀρτι-γένεθλος
ἀρτι-γένεθλος, jüngst geboren, Orph. Arg. 383.
-
50 ἀρτι-γέννητος
ἀρτι-γέννητος, dasselbe, Luc. Alex. 13.
-
51 ἀρτι-βαφής
ἀρτι-βαφής, ές, jüngst gefärbt, Synes.
-
52 ἀρτι-μελής
ἀρτι-μελής (μέλος), ές, von graden, gefunden Gliedern, Plat. Rep. VII, 536 b; ϑύματα Poll. 1, 29.
-
53 ἀρτι-μαθής
ἀρτι-μαθής, ές, der eben erst gelernt, erfahren hat, κακῶν Eur. Hec. 686; Longin.
-
54 ἀρτι-δίδακτος
ἀρτι-δίδακτος, eben gelehrt, Appian.
-
55 ἀρτι-δαής
-
56 ἀρτι-βλαστής
ἀρτι-βλαστής, ές, eben, jüngst sprossend, Theophr.
-
57 ἀρτι-λόχευτος
ἀρτι-λόχευτος, eben geboren, Ep. ad. 310 ( Plan. 122); Nonn. D. 9, 23.
-
58 ἀρτι-λόγος
ἀρτι-λόγος, fertig, deutlich redend, Poll. 6, 150.
-
59 ἀρτι-θαλής
ἀρτι-θαλής, στέφανος, eben aufblühend, Mel. 65 (V, 198); übertr., κοῠρος Nonn. D. 9, 201.
-
60 ἀρτι-θανής
ἀρτι-θανής, ές, jüngst gestorben, Eur. Alc. 608.
См. также в других словарях:
ἄρτι — just indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρτι — (AM ἄρτι) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή 2. ευθύς αμέσως μσν. 1. προ πολλού 2. τώρα πια, από δω και πέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερμηνεύεται είτε ως τοπική πτώση ενός συμφωνόληκτου θέματος *αρ τ με την έννοια της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (< ρίζα *αρ ,… … Dictionary of Greek
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
κἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτ' — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) ἄρτε , ἄρτος cake masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ar-1*, themat. (a)re-, heavy basis arǝ-, rē- and i-basis (a)rī̆ -, rēi- — ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i basis (a)rī̆ , rēi English meaning: to move, pass Deutsche Übersetzung: “fũgen, passen” Note: Root ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i Basis (a)rī̆ , rēi : “to move … Proto-Indo-European etymological dictionary
άρτιος — α, ο (AM ἄρτιος, ία, ιον) [άρτι] 1. τέλειος, ακέραιος, πλήρης 2. ζυγός (αριθμός) αρχ. |.1. καλά προσαρμοσμένος 2. μτφ. κατάλληλος 3. πρόθυμος έτοιμος 4. υγιής στον νου και στο σώμα, ακμαίος 5. ακριβής, σαφής II. επίρρ. ἀρτίως «άρτι», πρόσφατα,… … Dictionary of Greek
απάρτι — ἀπάρτι (AM) κ. ἀπ ἄρτι (Α) [άρτι] 1. από δω και πέρα, από τώρα και στο εξής 2. τώρα μσν. 1. πριν από λίγο, μόλις 2. ως τώρα 3. ήδη, κιόλας 4. ευθύς, αμέσως … Dictionary of Greek
αρτέομαι — ἀρτέομαι (Α) ετοιμάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρτέομαι ανάγεται στη ρίζα αρ «συνάπτω, συναρμόζω» του ρ. αραρίσκω*, παρεκτεταμένη με ένα τ (πρβλ. άρτι). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για απευθείας… … Dictionary of Greek
αρτεμής — ἀρτεμής, ές (Α) ο ακέραιος, ο αβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α συνθετικό της λ. είναι το αρτι * (αρτεμής < *αρτι δεμής, πρβλ. δέμας… … Dictionary of Greek