-
1 ἀρτι-γένεθλος
ἀρτι-γένεθλος, jüngst geboren, Orph. Arg. 383.
-
2 ἀρτιγένεθλος
ἀρτι-γένεθλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιγένεθλος
-
3 ἀρτιγένεθλος
См. также в других словарях:
υψιγένεθλος — ον, ΜΑ αυτός που κατάγεται από υψηλή, δηλαδή αριστοκρατική, γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γενέθλη «γέννηση» (πρβλ. ἀρτι γένεθλος)] … Dictionary of Greek