-
1 ἀρτι-θαλής
ἀρτι-θαλής, στέφανος, eben aufblühend, Mel. 65 (V, 198); übertr., κοῠρος Nonn. D. 9, 201.
-
2 ἀρτιθαλής
ἀρτι-θᾰλής, ές,A just budding or blooming, AP5.197 (Mel.);ἐλπίδες Epigr.Gr.348
([place name] Cius); of persons, Nonn.D.3.312,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιθαλής
-
3 ἀρτιθαλής
-
4 αρτιθαλης
См. также в других словарях:
αρτιθαλής — ἀρτιθαλής, ές (AM) αυτός που τώρα μόλις πετάει βλαστάρια ή άνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + θαλής < θάλλω (πρβλ. αειθαλής, αμφιθαλής)] … Dictionary of Greek