-
1 άρσιος
ἄρσιοςfitting: masc /fem nom sgἄρσιςraising: fem gen sg (epic doric ionic aeolic)ἄρσοςneut gen sg (doric) -
2 ἄρσιος
ἄρσιοςfitting: masc /fem nom sgἄρσιςraising: fem gen sg (epic doric ionic aeolic)ἄρσοςneut gen sg (doric) -
3 ἄρσιος
-
4 ἄρσιος
-
5 ἄρσιος
ἄρσιος, passend, übereinstimmend -
6 πεδ-άρσιος
πεδ-άρσιος, dor. statt μετάρσιος; Aesch. Prom. 269. 712. 918; Ar. Av. 1197.
-
7 μετ-άρσιος
μετ-άρσιος, auch 3 Endgn, erhoben, hoch in der Luft u. in die Luft gehoben; ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μετάρσιος, Soph. Trach. 783; μετάρσιοι χολαὶ διεσπείροντο, spritzten hoch in die Luft aus einander, Ant. 996; μετάρσιον πλευρὰν ἔπαιρε, Eur. Hec. 499; auch ἀγχόναι μετάρσιοι, Mel. 306. Ggstz von βέβαιος, Herc. Fur. 1093; κόμπος μ., Andr. 1221; πτερωϑεὶς βούλομαι μετάρσιος ἀναπτέσϑαι, Ar. Av. 1333; auf der hohen See, μετάρσιαι νῆες, Her. 7, 188; – ἀγλαΐῃσι μετ., Agath. 13 (V, 273), stolz, hochmüthig (vgl. auch μεταρσία); – τὰ μετάρσια = μετέωρα, Himmelserscheinungen, Plut. Per. 32; vgl. Schol. Plat. Sis. p. 466.
-
8 ἀν-άρσιος
ἀν-άρσιος, Soph. Tr. 638 ch. fem. ἀναρσία, nicht zusammenpassend ( ἄρω); daher widerstrebend, feindselig, ἀνάρσιοι ἄνδρες Od. 10, 459. 11, 401. 408. 24, 111; δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι 14, 85; Iliad. 24, 365 οἵ τοι δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι ἐγγὺς ἔασιν; Aesch. Ag. 497, l. d.; Soph. Trach. 850; von Sachen, πρῆγμα, ein widriger Vorfall, Her. 3, 10. 5, 89. 90.
-
9 άρσιον
-
10 ἄρσιον
-
11 αρσίως
-
12 ἀρσίως
-
13 αναρσιος
2 и 31) неприязненный, недружелюбный, враждебный Hom., Aesch., Soph.2) неприятный, обидный -
14 μεταρσιος
эол. πεδάρσιος 2 и 31) высоко поднявшийся, взлетевший, взвившийсяἄρμενα μετάρσια Theocr. — поднятые паруса;
ἐσπᾶτο πέδονδε καὴ μ. Soph. — (Геракл) то катался по земле, то вскакивал;λόγοι πεδάρσιοι Aesch. — слова, взлетающие в воздух, т.е. сказанные на ветер;πτερωθεὴς βούλομαι μ. ἀναπτέσθαι Arph. — мне хочется крыльев, чтобы взвиться и улететь2) находящийся в открытом море(νῆες Her.)
3) тающий в воздухе, т.е. пустой, вздорный(κόμποι Eur.)
4) надменный, гордый(ἀγλαΐῃσι Anth.)
-
15 αρσίου
-
16 ἀρσίου
-
17 αρσίων
ἄρσιοςfitting: masc /fem /neut gen plἄρσιςraising: fem gen pl (epic doric ionic aeolic)ἄρσοςneut gen pl (doric) -
18 ἀρσίων
ἄρσιοςfitting: masc /fem /neut gen plἄρσιςraising: fem gen pl (epic doric ionic aeolic)ἄρσοςneut gen pl (doric) -
19 ἀνάρσιος
A incongruous: hence,I of persons, hostile, implacable,δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι Il.24.365
, Od.14.85; ὅσ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ' ἐπὶ χέρσου ib.10.459, 11.401, etc.; ἦσθ' ἀνάρσιος (vulg. ἦλθες), of Apollo, A.Ag. 511; enemies,S.
Tr. 853 (lyr.); ἀ. καναχά, opp. θεία μοῦσα, ib. 641 (lyr.), cf. Theoc.17.101.II of events, untoward, strange,ἀ. πρήγματα πεπονθέναι Hdt.1.114
, cf. 9.37;οὐδὲν ἀ. πρῆγμα συνηνείχθη 3.10
, 5.89, 90; δεινόν τε καὶ ἀ. ἐποιέετο [ τὸ πρῆγμα] 9.110.— [dialect] Ep., [dialect] Ion., and (rarely) Trag.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάρσιος
-
20 ἀνάρσιος
ἀν-άρσιος ( ἀραρίσκω): unfitting, hence unfriendly, hostile; δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι, Il. 24.365.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνάρσιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄρσιος — fitting masc/fem nom sg ἄρσις raising fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἄρσος neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσίως — ἄρσιος fitting adverbial ἄρσιος fitting masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρσιον — ἄρσιος fitting masc/fem acc sg ἄρσιος fitting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσίου — ἄρσιος fitting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσίων — ἄρσιος fitting masc/fem/neut gen pl ἄρσις raising fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἄρσος neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάρσιος — ἀνάρσιος, ον (Α) 1. ανάρμοστος, άτοπος 2. (για ανθρώπους) εχθρικός, αντίπαλος 3. (για γεγονότα) δυσχερής, παράδοξος, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + άρσιος αντί άρτιος «αρμόζων, πρέπων, κατάλληλος» με συριστικοποίηση τού τ ] … Dictionary of Greek
μετάρσιος — α, ο (ΑΜ μετάρσιος, ον, θηλ. και α, Α δωρ. τ. πεδάρσιος, ον) αυτός που αιωρείται ψηλά στον αέρα, αυτός που έχει υψωθεί πάνω από το έδαφος («ἐσπᾱτο γὰρ πέδονδε καἰ μετάρσιος», Σοφ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τo μετάρσιον ο εξώστης, το μπαλκόνι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πρόσαρσις — άρσεως, ἡ, και ιων. τ. γεν. άρσιος, Α [προσαίρω] 1. η λήψη τροφής («περὶ μὲν οὖν ῥυφήματος προσάρσιος οὕτω γιγνώσκω», Ιπποκρ.) 2. (κατά τον Ερωτιαν.) «πρόσαρσις προ(σ)φορά» … Dictionary of Greek