Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μεταρσία

См. также в других словарях:

  • μεταρσία — μεταρσίᾱ , μετάρσιος raised from the ground fem nom/voc/acc dual μεταρσίᾱ , μετάρσιος raised from the ground fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρσίᾳ — μεταρσίᾱͅ , μετάρσιος raised from the ground fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάρσια — μετάρσιος raised from the ground neut nom/voc/acc pl μετάρσιος raised from the ground neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρσίας — μεταρσίᾱς , μετάρσιος raised from the ground fem acc pl μεταρσίᾱς , μετάρσιος raised from the ground fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρσίαν — μεταρσίᾱν , μετάρσιος raised from the ground fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάρσι' — μετάρσιι , μέταρσις transplantation fem dat sg (epic doric ionic aeolic) μετάρσιε , μέταρσις transplantation fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) μετάρσια , μετάρσιος raised from the ground neut nom/voc/acc pl μετάρσια , μετάρσιος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • высоко — (12) нар. 1. На большое расстояние вверх: и створи врата ѥмѹ мѣдѩна, възведена высоко по ·н҃· локотъ (εἰς ὕψος) ГА XIII–XIV, 119в; въ ·г҃·емь цр(с)твѣ соломо(н) ока˫ае(м). ˫ако созда высоко хамоса идола моави(т)ска. ГБ XIV, 45в; суть ѹбо в не(м)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μετάρσιος — α, ο (ΑΜ μετάρσιος, ον, θηλ. και α, Α δωρ. τ. πεδάρσιος, ον) αυτός που αιωρείται ψηλά στον αέρα, αυτός που έχει υψωθεί πάνω από το έδαφος («ἐσπᾱτο γὰρ πέδονδε καἰ μετάρσιος», Σοφ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τo μετάρσιον ο εξώστης, το μπαλκόνι αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πρόσγειος — ο / πρόσγειος, ον, ΝΑ, θηλ. και εια, Ν, δωρ. τ. ποτίγειος, ον, Α 1. (για τη σελήνη, τους πλανήτες κ.ά. ουράνια αντικείμενα) αυτός που βρίσκεται κοντά στη γη («προσγειότατος ἡμῑν ὁ καρκίνος», Πορφ.) 2. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»