Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄρρᾱτος

См. также в других словарях:

  • άρρατος — ἄρρατος, ον (Α) ο σκληρός, ο άκαμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. < *α Fρᾰτ ος. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε IE. ρίζα *wert «στρέφω, γυρίζω» και συνδέεται με το λατ. vertō «στρέφω» (πρβλ. δωρ. ρτάνᾱν «κουτάλι»)] …   Dictionary of Greek

  • ἄρρατος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρατον — ἄρρατος masc/fem acc sg ἄρρατος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρράτοιο — ἄρρατος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρράτοις — ἄρρατος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρατάνη — και δωρ. τ. ῥατάνα και αιολ. τ. βρατάνα, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥατάναν κορύνην». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥατάνη / βρατάνα ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα wr τής ΙΕ ρίζας *wer «στρέφω, λυγίζω», με ένθημα ŕ (πρβλ. και αρχ. ινδ. vartate, λατ. verto… …   Dictionary of Greek

  • u̯er-3: H. u̯er-t- (*su̯erkʷh-) —     u̯er 3: H. u̯er t (*su̯erkʷh )     English meaning: to turn, wind     Deutsche Übersetzung: “drehen, wenden”     Grammatical information: causative iterative u̯ortei̯ō     Material: O.Ind. themat. present vartati( tē) “dreht”, Med. “dreht… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»