-
1 αρράτοιο
-
2 ἀρράτοιο
-
3 ἄρρατος
ἄρρᾱτος, ον,A = σκληρός, ἀμετάστροφος, Pl.Cra. 407d;ἄ. καὶ μνήμων Id.R. 535c
; θάρσος prob. l. in Id.Ax. 365a;ἀνέρος ἀρράτοιο Euph. 24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρρατος
См. также в других словарях:
ἀρράτοιο — ἄρρατος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)