Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄρρεν'

См. также в других словарях:

  • ἄρρεν — ἄρσην NT neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρεν' — ἄρρενα , ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl (attic) ἄρρενα , ἄρσην NT masc/fem acc sg (attic) ἄρρενι , ἄρσην NT dat sg (attic) ἄρρενε , ἄρσην NT nom/voc/acc dual (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄρρεν — ἄρρεν , ἄρσην NT neut nom/voc/acc sg (attic) ἔρρε̄ν , ἔρρω go slowly pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • λυγγούριον — και λυγκούριον και λιγγούριον και λιγκούριον και λογγούριον, τὸ (Α) 1. πολύτιμος λίθος, είδος εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, κατά τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα ούρα τού ζώου λυγξ και διακρίνεται ανάλογα …   Dictionary of Greek

  • πολύγονο — το / πολύγονον, ΝΑ (θοτ.) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην τάξη πολυγονώδη, οικογένεια πολυγονίδες αρχ. φρ. α) «πολύγονον ἄρρεν» το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πολυγόνατον το… …   Dictionary of Greek

  • Bois de paille-en-queue — Monarrhenus salicifolius Monarrhenus salicifolius …   Wikipédia en Français

  • Bois de paille en queue — Monarrhenus salicifolius Monarrhenus salicifolius …   Wikipédia en Français

  • Monarrhenus pinifolius — Monarrhenus pinifolius …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»