Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μητρυιός

См. также в других словарях:

  • μητρυιός — μητρυιός, ὁ (Α) βλ. μητριός …   Dictionary of Greek

  • μητρυιόν — μητρυιός stepfather masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπάτωρ — ἐπιπάτωρ, ὁ (Α) πατρυιός, μητρυιός, δεύτερος ή τρίτος σύζυγος τής μητέρας σε σχέση με τα από προηγούμενο γάμο παιδιά της …   Dictionary of Greek

  • μητριός — ο (Α μητρυιός) ο δεύτερος σύζυγος τής μητέρας σε σχέση με τα παιδιά τού πρώτου συζύγου, αλλ. πατριός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μητριά, μεταπλασμένος εκφραστικός τ. με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μητρυιῶν — μητρυιά stepmother fem gen pl (ionic) μητρυιάζω to be a stepmother fut part act masc voc sg μητρυιάζω to be a stepmother fut part act neut nom/voc/acc sg μητρυιάζω to be a stepmother fut part act masc nom sg (attic epic ionic) μητρυιός stepfather …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»