Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄπρακτος

См. также в других словарях:

  • άπρακτος — άπρακτος, η, ο και άπραχτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έπραξε, δεν κατάφερε κάτι: Πήγε και φρόντισε, αλλά γύρισε άπρακτος. 2. αυτός που δεν πράχτηκε, δεν έγινε: Τελικά το έγκλημα είχε μείνει άπραχτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄπρακτος — ἄπρᾱκτος , ἄπρακτος unavailing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπρακτος — βλ. άπραχτος …   Dictionary of Greek

  • ἀπρήκτως — ἄπρακτος unavailing adverbial (epic ionic) ἄπρακτος unavailing masc/fem acc pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπρηκτον — ἄπρακτος unavailing masc/fem acc sg (epic ionic) ἄπρακτος unavailing neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρήκτοιο — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρήκτοις — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρήκτοισι — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρήκτοισιν — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρήκτου — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρήκτους — ἄπρακτος unavailing masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»