-
1 απρακτος
эп.-ион.-дор. ἄπρηκτος 21) бесполезный, бесцельный, напрасный, тщетный(πόλεμος Hom.; βοήθεια Polyb.; μεληδόνες Plut.)
2) ничего не добившийся, не достигший цели(ἀπεχώρησαν ἄπρακτοι Thuc.; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά Plut.)
3) бесплодный, по др. невозделанный(γῆ Plut.)
4) проводимый в бездействии, нерабочий(ἡμέραι Plut.)
5) неисполненный, несделанный Dem.μη τὰ τῆς πόλεως ἄπρακτα γίγνηται Xen. — чтобы не запустить государственных дел;
οὐκ ἄ. τινι εἶναι Soph. — не иметь покоя от кого-л.6) неутолимый, неисцелимый(ὀδύναι Hom.)
7) неотвратимый, неодолимый, неминуемый(ἀνίη Hom.)
8) бездеятельный, бездействующий(ἄ. καὴ ἀργός Plat.; κηδευτής Arst.)
φόβων ἀπρακτότατος Plut. — не внушающий никакого страха -
2 Άπρακτος
Άπρακτος ηАпракос – Евангелие и Апостол, расположенные по порядку дневных чтений на богослужении, начиная с недели ПасхиЭтим.< дргр. πράσσω «делать, совершать» -
3 άπρακτος
η, ο [ος, ον ] см. άπραχτος -
4 απρατος
См. также в других словарях:
άπρακτος — άπρακτος, η, ο και άπραχτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έπραξε, δεν κατάφερε κάτι: Πήγε και φρόντισε, αλλά γύρισε άπρακτος. 2. αυτός που δεν πράχτηκε, δεν έγινε: Τελικά το έγκλημα είχε μείνει άπραχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄπρακτος — ἄπρᾱκτος , ἄπρακτος unavailing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπρακτος — βλ. άπραχτος … Dictionary of Greek
ἀπρήκτως — ἄπρακτος unavailing adverbial (epic ionic) ἄπρακτος unavailing masc/fem acc pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπρηκτον — ἄπρακτος unavailing masc/fem acc sg (epic ionic) ἄπρακτος unavailing neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρήκτοιο — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρήκτοις — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρήκτοισι — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρήκτοισιν — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρήκτου — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρήκτους — ἄπρακτος unavailing masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)