-
1 άπλαστος
-
2 ἄπλαστος
-
3 ἄπλαστος
ἄπλαστος, ον,2 not moulded: hence, natural, unaffected, φρόνημα, εὔνοια, προθυμία, ἦθος, etc., Plu.Aem.37, Vit.Philonid.p.10 C., Them.Or.4.56d, etc.; of persons, LXX Ge.25.27, Ceb.20. Adv. - τως naturally, without disguise, codd.;αὐλεῖν Thphr.HP4.11.4
;λέγειν D.H. Rh.10.11
;ἀποκρίνεσθαι Ael.VH9.27
.3 not feigned: hence, true, opp. mythical, Plu.2.16c,62c.4 not fully shapen, unformed, Ph. 2.317.II v.l. for ἄπλᾱτος (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπλαστος
-
4 ἄπλαστος
-ος,-ον A 1-0-0-0-0=1 Gn 25,27natural, unaffected, simpleCf. HARL 1986a 63.209 -
5 απλάστως
ἄπλαστοςnot capable of being moulded: adverbialἄπλαστοςnot capable of being moulded: masc /fem acc pl (doric)——————ἀπλάστως, ἄπλαστοςnot capable of being moulded: adverbialἀπλάστως, ἄπλαστοςnot capable of being moulded: masc /fem acc pl (doric) -
6 απλαστότερον
ἄπλαστοςnot capable of being moulded: adverbial compἄπλαστοςnot capable of being moulded: masc acc comp sgἄπλαστοςnot capable of being moulded: neut nom /voc /acc comp sg -
7 ἀπλαστότερον
ἄπλαστοςnot capable of being moulded: adverbial compἄπλαστοςnot capable of being moulded: masc acc comp sgἄπλαστοςnot capable of being moulded: neut nom /voc /acc comp sg -
8 άπλαστον
ἄπλαστοςnot capable of being moulded: masc /fem acc sgἄπλαστοςnot capable of being moulded: neut nom /voc /acc sg -
9 ἄπλαστον
ἄπλαστοςnot capable of being moulded: masc /fem acc sgἄπλαστοςnot capable of being moulded: neut nom /voc /acc sg -
10 απλαστότατα
ἄπλαστοςnot capable of being moulded: adverbial superlἄπλαστοςnot capable of being moulded: neut nom /voc /acc superl pl -
11 ἀπλαστότατα
ἄπλαστοςnot capable of being moulded: adverbial superlἄπλαστοςnot capable of being moulded: neut nom /voc /acc superl pl -
12 άπλαστα
-
13 ἄπλαστα
-
14 άπλαστοι
-
15 ἄπλαστοι
-
16 απλάστοις
-
17 ἀπλάστοις
-
18 απλάστου
-
19 ἀπλάστου
-
20 απλάστους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄπλαστος — not capable of being moulded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπλαστος — η, ο (AM ἄπλαστος, ον) 1. (για ζύμη) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι εύκολο (ή δυνατόν) να πλαστεί 2. εκείνος που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ασχημάτιστος 3. απλός, αβίαστος, ειλικρινής μσν. νεοελλ. (για γνώμη) ακαταστάλαχτος, ανόητος… … Dictionary of Greek
άπλαστος — η, ο επίρρ. α 1. ασχημάτιστος, άμορφος: Το μωρό, άπλαστο ακόμη, δεν έμοιαζε ούτε στη μάνα ούτε στον πατέρα. 2. φυσικός, απροσποίητος, όχι πλαστός: Οι τρόποι της ήταν άπλαστοι. 3. αυτός που δε δημιουργήθηκε από άλλον, ο Θεός: Από τον θρόνο τ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπλαστότερον — ἄπλαστος not capable of being moulded adverbial comp ἄπλαστος not capable of being moulded masc acc comp sg ἄπλαστος not capable of being moulded neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλαστότατα — ἄπλαστος not capable of being moulded adverbial superl ἄπλαστος not capable of being moulded neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάστως — ἄπλαστος not capable of being moulded adverbial ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλαστον — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem acc sg ἄπλαστος not capable of being moulded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάστοις — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάστου — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάστους — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάστων — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)