-
1 απλάστου
-
2 ἀπλάστου
См. также в других словарях:
ἀπλάστου — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπλαστος — η, ο επίρρ. α 1. ασχημάτιστος, άμορφος: Το μωρό, άπλαστο ακόμη, δεν έμοιαζε ούτε στη μάνα ούτε στον πατέρα. 2. φυσικός, απροσποίητος, όχι πλαστός: Οι τρόποι της ήταν άπλαστοι. 3. αυτός που δε δημιουργήθηκε από άλλον, ο Θεός: Από τον θρόνο τ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)