Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄξεις

См. также в других словарях:

  • ἅξεις — ἄ̱ξεις , ἄγνυμι break aor subj act 2nd sg (epic) ἄ̱ξεις , ἄγνυμι break fut ind act 2nd sg ἄξεις , ἄγω lead aor subj act 2nd sg (epic) ἄξεις , ἄγω lead fut ind act 2nd sg ἔξεις , ξέω shave imperf ind act 2nd sg (attic epic) ἔξεις , ἔξειμι 2 sum… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄξεις — ἄ̱ξεις , ἄγνυμι break aor subj act 2nd sg (epic) ἄ̱ξεις , ἄγνυμι break fut ind act 2nd sg ἄγω lead aor subj act 2nd sg (epic) ἄγω lead fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • ονωνίς — η (Α ὀνωνίς, και ὄνωνις και ὄνωσις) βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, στην οικογένεια φαβίδες και έχει 70 περίπου είδη, από τα οποία 18 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και είναι γνωστά, τα… …   Dictionary of Greek

  • πη — (I) Α (δωρ. επίρρ.) 1. κάπου, οπουδήποτε («αλλη πη», Επιγρ. Κυρ.) 2. σε πλάγια ερώτηση («ἴσατι πῆ ἐστι», Επιγρ. Επιζ. Λοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πο ]. (II) και ιων. τ. κη και δωρ. τ. πα Α Α (εγκλιτ. μόριο) Ι. (τροπ.) 1. κατά κάποιο τρόπο, τρόπον… …   Dictionary of Greek

  • ИОВА КНИГА — [евр. ; греч. ᾿Ιώβ; лат. Iob], каноническая ветхозаветная книга, названная по имени праведника, о к ром она повествует. (Об этимологии имени Иов см. в ст. Иов) В каноне Праотец Иов. Икона иконостаса Троицкого собора Ипатиевского мон ря. 1652 г.… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»