Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄνωχθι

См. также в других словарях:

  • ἄνωχθι — ἄνωγα command perf imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνωχθ' — ἄνωχθι , ἄνωγα command perf imperat act 2nd sg ἄνωχθε , ἄνωγα command perf imperat act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • όπλομαι — ὅπλομαι (Α) (ποιητ. τ.) ετοιμάζω, παρασκευάζω, ιδίως δείπνο («δεῑπνον ἄνωχθι ὅπλεσθαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὅπλεσθαι, που μαρτυρείται στην Ιλιάδα, αποτελεί μάλλον εσφ. γρφ. αντί τού ὁπλεῖσθαι (< ὁπλέω). Λιγότερο πιθανή είναι η άποψη ότι το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»