Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄνουσος

См. также в других словарях:

  • άνουσος — ἄνουσος, ον (Α) ιων. βλ. άνοσος …   Dictionary of Greek

  • ἄνουσος — ἄνοσος without sickness masc/fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνοσος — η, ο (Α ἄνοσος κ. ἄνουσος, ον) νεοελλ. αρχ. 1. ο χωρίς νόσο, ασθένεια, υγιής 2. (με γεν.) απρόσβλητος από ασθένεια, αβλαβής 3. (για χρονική περίοδο) ο χωρίς ασθένεια, ελεύθερος από ασθένεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»