-
1 άνθρωπ'
-
2 ἄνθρωπ'
-
3 ἀνθρωπ-όλεθρος
ἀνθρωπ-όλεθρος, Menschen verderbend, Suid.
-
4 ἀνθρωπ-αρεσκεία
ἀνθρωπ-αρεσκεία, ἡ, das Streben, den Menschen zu gefallen, K. S.
-
5 ἀνθρωπ-αρεσκέω
ἀνθρωπ-αρεσκέω, den Menschen zu gefallen streben, K. S.
-
6 ἀνθρωπ-άρεσκος
ἀνθρωπ-άρεσκος, der Menschen zu gefallen sucht, N. T. u. K. S.
-
7 ἀνθρωπ-ώδης
ἀνθρωπ-ώδης, ες, menschenartig, menschlich.
-
8 ἀνθρωπέη
A man's skin, like ἀλωπεκῆ, λεοντῆ, etc., Hdt.5.25 codd., Poll.2.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπέη
-
9 ἀνθρώπειος
A human, opp. θεῖος, Heraclit.78;τὰ-ήϊα Democr. 37
;ἀνθρωπηΐη φωνή Hdt.2.55
;ἡ ἀ. φύσις Id.3.65
, al.;ἀ. σῶμα Canthar.3D.
,ἀ τι παθεῖν IG5(1).1208.52
([place name] Gythium);ἀ. πήματα
such as man is subject to,A.
Pers. 706; ἀ. ψόγος reproach of men, Id.Ag. 937;τέχνη ἀ. Th.2.47
; ἀνθρωπήϊα πρήγματα human affairs, Hdt.1.32, cf. Pl.Prm. 134e;τὰ ἀ. A.Fr. 159
, Pl.Phd. 89e;ἅπαντα τἀ. S.Aj. 132
, Antiph.240b, etc.; τὸ ἀ. mankind, human nature,πέφυκε τὸ ἀ. ἄρχειν τοῦ εἴκοντος Th.4.61
, cf. 5.105.2 human, suited to man, within man's powers,ἡ ἀ. εὐδαιμονίη Hdt.1.5
; ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀ. not for man to attempt, Pl.Prt. 344c;ὅσα γε τἀ.
in all human probability,Id.
Cri. 47a; κατὰ τὸ ἀ. (v.l. -πινον) Th.1.22.3 human, opp. mythical,ἡ ἀ. λεγομένη γενεή Hdt.3.122
.4 ἀνθρωπείους ἡμέρας· τὰς ἀποφράδας (Rhod.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρώπειος
-
10 ἀνθρώπινος
A of, from, or belonging to man, human,ἀ. βίος Philol.11
, cf. Hdt.7.46; ἅπαν τὸ ἀ. all mankind, Id.1.86; τὸ ἀ. γένος (v.l. φῦλον) Antipho 4.1.2, Pl.Phd. 82b; ἀ. κίνδυνοι, opp. θεῖοι, And.1.139;ἀ. δίκη Lys.6.20
; ἀ. τεκμήρια, opp. omens, Antipho 5.81; human affairs,Pl.
Tht. 170b, Arist.EN 1102b3 (v.l. -ικά) ἀνθρώπινόν τι παθεῖν die, IG5(2), 266.20 (Mantinea, i B. C.), cf. PPetr.1p.33 (iii B. C.), PRyl.153.39 (ii A. D.); soἐάν τι τῶν ἀ. περί τινα γένηται Epicur.Fr. 217
.2 human, suited to man, ἀνθρωπίνη δόξα fallible, human understanding, Pl.Sph. 229a; οὐκ ἀ. ἀμαθία super-human, monstrous folly, Id.Lg. 737b, etc.; ἀ. καὶ μετρία σκῆψιςD 21.41; ;ἀ. νοῦς Men.482
;ἀ. τὸ γεγενημένον X.Cyr.5.4.19
.3 ἀνθρώπινα, τά, secular revenues, SIG527.133; secular rites, opp.θῖνα, Leg.Gort.10.43.II Adv. ἀνθρωπίνως, ἁμαρτάνειν commit human, i.e. venial, errors, Th.3.40; more within the range of human faculty,Pl.
Cra. 392b, D.18.252; ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι, i.e. with fellow-feeling, And.2.6; humanely, gently, D.23.70;ἀ. χρὴ τὰς τύχας φέρειν
with moderation,Men.
816;εὐτυχίαν D.S.1.60
.—Of the three forms, ἀνθρώπειος is used exclusively in Trag. and generally in Th. (but cf.1.22); ἀνθρώπινος prevails in Comedy and in Prose from Pl. downwds. (though he uses ἀνθρώπειος no less frequently); ἀνθρωπικός is freq. in Arist. [suff] ἀνθρώπ-ιον, τό, = sq., E.Cyc. 185, Anaxandr. 34; paltry fellow,ὦ πόνηρ' ἀνθρώπια Ar. Pax 263
, cf. X.Mem.2.3.16, Cyr.5.1.14, D.18.242.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρώπινος
-
11 ἀνθρωπάρεσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπάρεσκος
-
12 ἀνθρωπάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπάριον
-
13 ἀνθρωπεύομαι
A act as a human being, as opp. both to gods and beasts, Arist.EN 1178b7; ψυχὴ ἀνθρωπευομένη a human soul, Herm. ap. Stob.1.41.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπεύομαι
-
14 ἀνθρωπήϊος
A v. ἀνθρώπειος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπήϊος
-
15 ἀνθρωπίζω
A act like a man, play the man, Archyt. ap. D.L.3.22; opp. κυνάω, Luc. Demon.21: -so in [voice] Med., Ar.Fr.37.II [voice] Pass., become man, Alex.Aphr.in Top.137.27, Simp.inPh.1138.28:—so in [voice] Act., AP1.105.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπίζω
-
16 ἀνθρωπικός
A human,ἔργα Philol.11
, cf. Pl.Sph. 268d;ἡ ἀ. ἀρετή EN1102b12
, cf. 1178a21, al.: ἀνθρωπικόν [ἐστι], c. inf., it is like a man, suited to man's nature, ib.1163b24, al.: [comp] Comp. -κώτεροι, οἱ, the commoner specimens of humanity, Plot.2.9.9; ἀ. μῦθος a play dealing with human characters, Ar.Fr.3D.;παρασκευή Phryn.PSp.135B.
Adv.- κῶς Luc.Zeux.4
, Plu.2.999b, Porph.Abst.3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπικός
-
17 ἀνθρωπισμός
ἀνθρωπ-ισμός, ὁ,A humanity, Aristipp. ap. D.L.2.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπισμός
-
18 ἀνθρωπιστί
ἀνθρωπ-ιστί [τῐ],Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπιστί
-
19 ἀνθρωπλίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπλίσκος
-
20 ἀνθρωπόλεθρος
ἀνθρωπ-όλεθρος, ον,A plague of men, murderous, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπόλεθρος
См. также в других словарях:
ἄνθρωπ' — ἄνθρωπε , ἄνθρωπος man masc voc sg ἄνθρωπαι , ἀνθρωπέη man s skin nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANIMA — corpori nubens, antistitem Lunam, eo excedens Proserpinam habere credita est Porpbyrio. Eandem, a corpore solutam, triplici elementô expurgari, staruerunt Gentilium Theologi, quâ de re vide infra, in voce Vannus. Quod vero eam immortalem esse… … Hofmann J. Lexicon universale
-ίδες — κατάλ. επιστημ. όρων που προέρχεται από την ήδη αρχ. πατρωνυμική κατάλ. ίδης*. Η κατάλ. χρησιμοποιήθηκε στις ευρωπ. γλώσσες, ως ταξινομικό στοιχείο, με τη μορφή idae και συχνά επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειο. Εμφανίζεται α) σε όρους… … Dictionary of Greek
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
-ιά — κατάλ. πολλών θηλ. ουσ., με συνιζανόμενο ι (συμπροφέρεται ως ημίφωνο με το επόμενο φωνήεν σε μια συλλαβή) που εμφανίζεται: 1. Σε ονόματα δέντρων φυτών (κερασ ιά, αχλαδ ιά, κολοκυθ ιά), τα οποία έληγαν στους μτγν. χρόνους σε έα (πρβλ. αμυγδαλ έα) … Dictionary of Greek
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
Σαμογέτες — Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι… … Dictionary of Greek
επιπλέω — (Α ἐπιπλέω και ιων. τ. ἐπιπλώω) [πλέω] 1. πλέω ή ανεβαίνω και παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («ἀσθενὲς δὲ τὸ ὕδωρ... ὥστε μηδὲν οἷόν τε εἶναι ἐπ’ αὐτοῡ ἐπιπλώειν, μήτε ξύλον», Ηρόδ.) 2. ακολουθώ άλλο πλοίο ή στόλο («ἐπέπλει κατόπιν ἐπί παντὶ… … Dictionary of Greek
επιστολάριο — το 1. σύντομη επιστολή, μικρό γράμμα 2. βιβλίο που περιέχει συλλογή επιστολών κατάλληλων για διάφορες περιστάσεις καθώς και οδηγίες για την αλληλογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + επίθημα υποκοριστικού άριον (πρβλ. σημειωματ άριον, ανθρωπ άριον] … Dictionary of Greek
επωνύμιο — το (AM ἐπωνύμιον) επωνυμία, νέα, πρόσθετη ονομασία («τίθενται αὐτῷ ἐπωνύμιον Ποπλικόλαν», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωνύμιον (< όνομα) πρβλ. ανθρωπ ωνύμιο, παρ ωνύμιο, τοπ ωνύμιο] … Dictionary of Greek