-
101 αλόγοισιν
-
102 ἀλόγοισιν
-
103 αλόγου
-
104 ἀλόγου
-
105 αλόγους
-
106 ἀλόγους
-
107 αλόγωι
-
108 ἀλόγωι
-
109 αλόγων
-
110 ἀλόγων
-
111 καλόγου
ἀλόγου, ἄλογοςwithout: masc /fem /neut gen sgἐλόγου, λογόωintroduce: imperf ind act 3rd sg -
112 κἀλόγου
ἀλόγου, ἄλογοςwithout: masc /fem /neut gen sgἐλόγου, λογόωintroduce: imperf ind act 3rd sg -
113 τάλογα
-
114 τἄλογα
-
115 alogus
alogus, a, um (ἄλογος), I) unvernünftig, Augustin. ep. 36, 11: meton., ein gramm. Zeichen zu einer verderbten (sinnlosen) Stelle (s. Isid. 1, 20, 27), Suet. fr. p. 138, 4 R. Serv. Verg. Aen. 10, 444 (wo zu lesen = huic corrupto alogum posuerit, s. Steup de Prob. gramm. p. 85). – II) insbes., irrational als. t.t.: a) der Mathem., aloga linea, die der andern nicht entspricht, Mart. Cap. 6. § 717. – b) der Metrik, keinem Metrum entsprechend, al. pes, Mart. Cap.: al. numeri, Mart. Cap. -
116 249
{прил., 3}нерассудительный, безрассудный, неразумный, иррациональный.Ссылки: Деян. 25:27; 2Пет. 2:12; Иуд. 1:10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 249
-
117 алогичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно;άλογος, παράλογος. -
118 нелогичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноάλογος, παράλογος. -
119 несообразный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноασυνάρτητος• ασυνταίρ ιαστος • σόλοικος. || άλογος, παράλογος• κουτός, μωρός. -
120 θράσος
A = θάρσος (q.v.), courage, Il.14.416, A. Pers. 394, E.Med. 469, Ar.Lys. 545 (lyr.); θ. πολέμων courage in war, Pi.P.2.63; θράσει boldly, B.16.63; but more freq. ἰσχύος θ. confidence in strength, S.Ph. 104.II in bad sense, over-boldness, rashness, insolence, ἐς τοῦτο θράσεος (v.l. θάρσεος)ἀνήκει Hdt.7.9
.γ', cf. A.Pr.42, D.21.194, etc.;παμμάχῳ θράσει βρύων A.Ag. 169
(lyr.), cf. Pers. 831;προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους S.Ant. 853
(lyr.);τόλμαις καὶ φρενῶν θράσει Id.Aj.46
;πεπύργωσαι θράσει E.Or. 1568
;πανουργίᾳ τε καὶ θράσει Ar. Eq. 331
, cf. 637;θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Th.1.120
;τοῦ θράσους ἐπισχεῖν τινα Pl.Hp.Ma. 298a
;τὸ τὴν τοῦ βελτίονος δόξαν μὴ φοβεῖσθαι διὰ θράσος Id.Lg. 701b
; ἀναίδεια καὶ θ. Aeschin.1.189; opp. αἰδώς, Arist.Cael. 291b26;θράσος μὲν γάρ ἐστιν ἄλογος ὁρμή, θάρσος δὲ ἔλλογος ὁρμή Ammon.Diff.p.71
V.; , cf. Eus.Mynd.56, Luc.Musc.Enc.5.—This distn. holds good in [dialect] Att. Prose: θάρσος is not found in Com.; θαρσύνω and θρασύνω are used indifferently; θρασέω and θαρσύς are not found; cf. θρασύς fin., θρασύτης.
См. также в других словарях:
ἄλογος — without masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
άλογος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λόγο (φωνή), άλαλος, άφωνος: Ήταν ένας θρήνος άλογος, ο θρήνος αυτός. 2. αυτός που δεν έχει λογικό: Τα ζώα λέγονται άλογα, γιατί δεν έχουν λογικό. 3. παράλογος, ασυνάρτητος: Οι ενέργειές του αυτές είναι άλογες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλογώτερον — ἄλογος without masc acc comp sg ἄλογος without neut nom/voc/acc comp sg ἄλογος without adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογωτάτων — ἄλογος without fem gen superl pl ἄλογος without masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογωτέραις — ἄλογος without fem dat comp pl ἀλογωτέρᾱͅς , ἄλογος without fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογωτέρων — ἄλογος without fem gen comp pl ἄλογος without masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογώτατα — ἄλογος without adverbial superl ἄλογος without neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογώτατον — ἄλογος without masc acc superl sg ἄλογος without neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλόγω — ἄλογος without masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄλογος without masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλόγως — ἄλογος without adverbial ἄλογος without masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)