-
21 άλογον
-
22 ἄλογον
-
23 αλογωτάτη
ἄλογοςwithout: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————ἄλογοςwithout: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
24 αλογωτάτων
-
25 ἀλογωτάτων
-
26 αλογωτέραις
-
27 ἀλογωτέραις
-
28 αλογωτέρας
ἀλογωτέρᾱς, ἄλογοςwithout: fem acc comp plἀλογωτέρᾱς, ἄλογοςwithout: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
29 ἀλογωτέρας
ἀλογωτέρᾱς, ἄλογοςwithout: fem acc comp plἀλογωτέρᾱς, ἄλογοςwithout: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
30 αλογωτέρων
-
31 ἀλογωτέρων
-
32 αλογώτατα
-
33 ἀλογώτατα
-
34 αλογώτατον
-
35 ἀλογώτατον
-
36 αλόγως
-
37 ἀλόγως
-
38 τάλογον
-
39 τἄλογον
-
40 alogus
alogus, a, um (ἄλογος), I) unvernünftig, Augustin. ep. 36, 11: meton., ein gramm. Zeichen zu einer verderbten (sinnlosen) Stelle (s. Isid. 1, 20, 27), Suet. fr. p. 138, 4 R. Serv. Verg. Aen. 10, 444 (wo zu lesen = huic corrupto alogum posuerit, s. Steup de Prob. gramm. p. 85). – II) insbes., irrational als. t.t.: a) der Mathem., aloga linea, die der andern nicht entspricht, Mart. Cap. 6. § 717. – b) der Metrik, keinem Metrum entsprechend, al. pes, Mart. Cap.: al. numeri, Mart. Cap.
См. также в других словарях:
ἄλογος — without masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
άλογος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λόγο (φωνή), άλαλος, άφωνος: Ήταν ένας θρήνος άλογος, ο θρήνος αυτός. 2. αυτός που δεν έχει λογικό: Τα ζώα λέγονται άλογα, γιατί δεν έχουν λογικό. 3. παράλογος, ασυνάρτητος: Οι ενέργειές του αυτές είναι άλογες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλογώτερον — ἄλογος without masc acc comp sg ἄλογος without neut nom/voc/acc comp sg ἄλογος without adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογωτάτων — ἄλογος without fem gen superl pl ἄλογος without masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογωτέραις — ἄλογος without fem dat comp pl ἀλογωτέρᾱͅς , ἄλογος without fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογωτέρων — ἄλογος without fem gen comp pl ἄλογος without masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογώτατα — ἄλογος without adverbial superl ἄλογος without neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογώτατον — ἄλογος without masc acc superl sg ἄλογος without neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλόγω — ἄλογος without masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄλογος without masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλόγως — ἄλογος without adverbial ἄλογος without masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)