Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δια-βολή

  • 1 διαβολη

        ἥ тж. pl.
        1) ссора, вражда
        

    (πρός τινα Plut.)

        2) неприязнь, нелюбовь, отвращение
        

    (πρὸς ἄλειμμα καὴ λουτρόν, τοῦ πάθους Plut.)

        3) боязнь, страх
        4) обвинение
        διαβολαῖς ταῖς ἐμαῖς Eur.в силу выдвинутых мною обвинений

        5) ложное обвинение, клевета, наговор, тж. злословие
        

    (κατά τινος и πρός τινα Plut.)

        ἐπὴ διαβολῇ Her. — клеветнически;
        δ. τοῦ λόγου Thuc. — клеветнический слух;
        διαβολὰς προσίεσθαι или ἐνδέχεσθαι Her.(по)верить клевете

        6) дурная слава
        

    (ἥ ἐμέ δ. Plat.)

        ἐν διαβολῇ γενέσθαι Lys. и ἐν διαβολαῖς εἶναι Polyb.приобрести дурную славу или оказаться под подозрением

    Древнегреческо-русский словарь > διαβολη

  • 2 υπερβολη

        ἥ
        1) переход, прохождение
        

    (τῶν ὀρῶν Xen., Polyb.)

        2) тж. pl. место перехода, проход, перевал Polyb.
        

    ὑ. τοῦ ὄρους ἐν τοῖς στενοῖς Xen. — узкий горный проход, теснина

        3) астр. восхождение, высота над горизонтом (sc. τῶν πλανήτων Arst.)
        4) превосходство, преобладание
        

    (στρατιᾶς Thuc.; τῆς δυνάμεώς τινος NT.)

        χερῶν ὑπερβολαί Eur. — превосходство (в силе) рук;
        οὑδεμίαν ὑπερβολέν λιπεῖν τινι Isocr.не дать никому возможности превзойти себя

        5) чрезмерность, излишек, избыток
        

    (ὑ. τε καὴ ἔνδεια Plat.)

        καθ΄ ὑπερβολέν καὴ ἔλλειψιν Arst. — выше и ниже нормального;
        χρημάτων ὑπερβολῇ πρίασθαί τι Eur.покупать что-л. слишком дорогой ценой;
        ὑπερβολέν ποιεῖν τῆς τιμῆς Arst. — взвинчивать цену;
        ὑ. πλησμονῆς Plat. — пресыщение;
        διὰ τέν ὑπερβολέν τοῦ συμβάντος Polyb. — ввиду неописуемости происшедшего;
        καθ΄ ὑπερβολέν εἰς ὑπερβολήν NT.превыше всякой меры

        6) восполнение, добавление
        

    ὑπερβολέν ποιησάμενος τῆς προτέρας πονηρίας Lys. — вдобавок к своей прежней низости;

        ἐγὼ δὲ τοσαύτην ὑπερβολέν ποιοῦμαι, ὥστε ἀδικεῖν ὁμολογῶ Dem. — я готов даже согласиться, что являюсь нарушителем справедливости

        7) высшая степень, верх
        

    (εὐδαιμονίας Isocr.)

        αἱ ὑπερβολαὴ τῶν δωρεῶν Dem. — необычайно богатые дары;
        ἥ ὑ. τῆς φιλίας Arst. — совершенная дружба;
        ταῦτ΄ οὐχ ὑ. αἰσχροκερδίας ; Dem. — разве это не верх алчности?;
        εἰς и καθ΄ ὑπερβολήν Eur., Isocr., Dem., ἐξ ὑπερβολῆς Polyb. — крайне, чрезвычайно;
        οἱ καθ΄ ὑπερβολέν ἐν ἐνδείᾳ Arst. — крайне нуждающиеся;
        καθ΄ ὑπερβολέν τοξεύσας Soph. — необыкновенно точно попав в цель;
        τὸ καθ΄ ὑπερβολήν Arst.высшая (превосходная) степень

        8) отсрочка, задержка, промедление
        

    (τοῦ κακοῦ Her.)

        9) преувеличение, гипербола Arst.
        

    ὑπερβολὰς εἰπεῖν Isocr. — сгустить краски, переборщить

        10) мат. гипербола ( коническое сечение)

    Древнегреческо-русский словарь > υπερβολη

См. также в других словарях:

  • καταδιαβολή — καταδιαβολή, ἡ (Α) συκοφαντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δια βολή (< δια βάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • διάνα — Θεά των Λατίνων, αντίστοιχη με την Άρτεμη των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν κόρη του Δία και αδελφή του Απόλλωνα. Το πιο γνωστό λατρευτικό της κέντρο, όπου λατρευόταν μαζί με έναν μυστηριώδη θεό ή ήρωα, τον Βίρμπιο, βρισκόταν στους πρόποδες του Αλβανού… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • χιονιά — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Μαρτύρησε δια της πυράς επί Μαξιμιανού (245 – 310). * * * η, Ν 1. χιονιάς 2. χιονόμπαλα 3. βολή με χιονόμπαλα 4. μτφ. το λευκό χρώμα («τρελή σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»