-
1 άλειμμα
[ал им а] ουσ. о. мазь, жирΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άλειμμα
-
2 домазать
-мажу, -мажешь ρ.σ.μ.1. τελειώνω το άλειμμα• αλείφω ως.2. (απλ.) ξοδιάζω ως το τέλος στο άλειμμα. -
3 нанесение
нанесениес1. ἡ μεταφορά / τό σχεδίασμα, τό μαρκάρισμα (на карту и т. п.)/ τό ἀλειμμα, τό πασάλειμμα (слой чего-л.):\нанесение красок на полотно τό χρωμάτισμα, τό μπογιάτισμα, ἡ ἐπιχρωμάτισις· 2.:\нанесение оскорбления ἡ προσβολή, ἡ ἐξύ-βρισις, τό βρίσιμο· \нанесение увечья τό τραυμάτισμα, τό σακάτεμα· \нанесение ущерба τό ζη-μίωμα, ἡ βλάβη. -
4 сало
салос τό λίπος, τό πάχος, τό λαρδί/ τό ξύγκι (нутряное)! τό στέαρ, τό ἀλειμμα (для технических целей). -
5 смазка
смаз||каж1. (действие) ἡ λίπανση [-ις], ἡ ἐπάλειψη μέ λίπος/ (жиром)/ τό λάδωμα (маслом)·2. (вещество) τό λίπος, τό ἀλειμμα -
6 вмазка
-и θ.άλειμμα, στοκάρισμα, σφράγισμα•вмазка стекла στοκάρισμα του τζαμιού.
-
7 вымазать
-ажу, -ажешь, προστκ. вымажи, κ. вымажь, ρ.σ.μ.1. (επ)αλείφω, (επι)χρίω.2. καταλερώνω, καταλεκιάζω, καταλιγδώνω, παταλασπώνω.3. (απλ.) ξοδεύω, καταναλώνω για άλειμμα.καταλερώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
8 замазка
-и θ.1. άλειμμα, βούλωμα με κολλώδη ουσία• στοκάρισμα.2. κολλώδης ουσία•оконная замазка ο στοκος.
-
9 мазанье
-я ουδ.άλειμμα, (επ)άλειψη. -
10 мазка
-и θ.άλειμμα, επάλειψη, χρίση, επίχριση. -
11 миропомазание
-я ουδ. (εκκλσ.) άλειμμα με μύρο. -
12 намазка
-и θ.1. άλειμμα.2. αλοιφή•фосфорная намазка φωσφορική αλοιφή.
-
13 намазывание
-я ουδ.άλειψη, άλειμμα. -
14 нанесение
-я ουδ.1. άλειψη, άλειμμα.2. (επι)σημείωση, σημάδεμα•нанесение болот на карте η σημείωση των βάλτων στο χάρτη.
3. προξένηση• нанесениеущерба προξένηση βλάβης.4. καταφορά•ударов καταφορά χτυπημάτων.
|| επιφορά•обиды (оскорбления) προσβολή.
-
15 насаливание
-
16 обмазка
-и θ.1. άλειψη, άλειμμα• επάλειψη πασσάλειμμα.2. αλοιφή, επίχρισμα. -
17 парафинирование
-я ουδ.άλειμμα με παραφίνη. -
18 подмазка
-и θ.1. άλειμμα ελαφρό.2. μτφ. λάδωμα, δωροδοκία. -
19 подсаливание
-я ουδ.πρόσθεση λίπους άλειμμα με λίπος.-я ουδ.αλάτισμα συμπληρωματικά ή λίγο. -
20 проклейка
-и θ.1. άλειμμα με κόλλα.2. η κόλλα.3. αντικείμενο αλειμμένο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄλειμμα — anything used for anointing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλειμμα — το, ατος 1. το να αλείφει κανείς: Η μηχανή ήθελε άλειμμα με γράσο. 2. το υλικό με το οποίο αλείφει κανείς: Το άλειμμα ήταν χοιρινό λίπος. 3. δωροδοκία, λάδωμα: Έδωσε κάμποσα και για αλείμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek
αλειμματώνω — [άλειμμα] 1. καρυκεύω το φαγητό με λίπος 2. αλείφω ή λεκιάζω κάτι με λίπος 3. αλείφω 4. (για ζώα) παχαίνω … Dictionary of Greek
ἀλειμμάτων — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμμασι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμμασιν — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματα — ἄλειμμα anything used for anointing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματος — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράλειμμα — το (Μ κεράλειμμα) κηραλοιφή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + άλειμμα (< ἄλειμμα < ἀλείφω), πρβλ. επ άλειμμα, πασσ άλειμμα] … Dictionary of Greek