-
81 άκουσι
ἄκουσιςhearing: fem voc sgἄκωνinvoluntary: masc dat pl (attic epic doric ionic)ἄ̱κουσι, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut dat pl (attic epic doric ionic) -
82 ἄκουσι
ἄκουσιςhearing: fem voc sgἄκωνinvoluntary: masc dat pl (attic epic doric ionic)ἄ̱κουσι, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut dat pl (attic epic doric ionic) -
83 άκουσιν
ἄκουσιςhearing: fem acc sgἄκωνinvoluntary: masc dat pl (attic epic doric ionic)ἄ̱κουσιν, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut dat pl (attic epic doric ionic) -
84 ἄκουσιν
ἄκουσιςhearing: fem acc sgἄκωνinvoluntary: masc dat pl (attic epic doric ionic)ἄ̱κουσιν, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut dat pl (attic epic doric ionic) -
85 ακόντεσσι
ἄκωνinvoluntary: masc dat pl (epic aeolic)ἀ̱κόντεσσι, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut dat pl (attic epic aeolic) -
86 ἀκόντεσσι
ἄκωνinvoluntary: masc dat pl (epic aeolic)ἀ̱κόντεσσι, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut dat pl (attic epic aeolic) -
87 ακόντεσσιν
ἄκωνinvoluntary: masc dat pl (epic aeolic)ἀ̱κόντεσσιν, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut dat pl (attic epic aeolic) -
88 ἀκόντεσσιν
ἄκωνinvoluntary: masc dat pl (epic aeolic)ἀ̱κόντεσσιν, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut dat pl (attic epic aeolic) -
89 ακόντων
-
90 ἀκόντων
-
91 210
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 210
-
92 ἀδίαντος
1 not bathed in sweat (v. Snell on Bacch. 17. 122.) ( ἄκων), ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον pr. N. 7.73 -
93 αὐχήν
1 neck βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ ἔντεσιν αὐχένας (v. l. βοέοις) P. 4.235δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.44
( ἄκων)ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.73
] ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα[ (Π̆{S}: ἀρχὴν Π.) Δ. 3. 1. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα (sc. ἔλαφον) *fr. 107a. 6.* τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32. -
94 γυῖον
a bodyἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον O. 8.68
( ἄκων)ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
b limb pl. only.ἢ γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα P. 3.52
ἐσθὰς ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις P. 4.80
γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν P. 4.253
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία N. 4.5
καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντι θρασεῖ N. 5.39
ἐγὼ δἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι. i. e. τεθνάναι Σ.) N. 8.38δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.46
-
95 ἐκπέμπω
1 send out med., set free (from) c. acc. & gen. ἄκων ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον possibly, the pentathlon victor Sogenes, by winning in the javelin, freed himself of the necessity of competing in wrestling N. 7.72 -
96 πάλαισμα
πᾰλαισμα (-άτων, -άτεσσι, -ασιν.)1 wrestling (bout)ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων O. 9.13
παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς P. 8.35
( ἄκων) ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμά-των αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.72
παλαισμάτων λάβε φροντίδ N. 10.22
-
97 Πηλεύς
Πηλεύς (-εύς, -έος, -έος, -έι, -εῖ, -έα.) son of Aiakos, husband of Thetis, father of Achilles. Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται sc. among those in Elysium O. 2.781Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ P. 3.87
πόλιν τάνδε (= Αἴγιναν)κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.100
παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ, ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών N. 3.33
Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν N. 4.56
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ N. 5.26
οὐδ ἔστιν πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος, εὐδαίμονος γαμβροῦ θεῶν I. 6.25
“τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” I. 8.38 Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις fr. 172. 1. test., Σ Ael. Aristid., 2. 168 Dind., ἐν ὕμνοις Πίνδαρος μέμνηται ὅτι τὸν Εὐρυτίωνα, τὸν τοῦ Ἴρου τοῦ Ἄκτορος παῖδα ἕνα ὄντα τῶν Ἀργοναυτῶν, συνθηρεύοντα ἄκων ἀπέκτεινε Πηλεύς fr. 48. -
98 πρίν
a adv., before ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (Hermann: πρὶν ἔδεκτο cod. πρὶν ἔδεκτο νεότας Bergk) I. 8.68πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' Pae. 1.2
πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ ἀοιδὰ Δ. 2. 1. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 20. c. art.,ἦρ' ωλτ;γτ; φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
b prep. c. gen., before “ κέχυται Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα πρὶν ὥρας” P. 4.43c conj.I before c. inf.ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.92
τὸν μὲν πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ, εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα P. 3.9
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (post ἑλεῖν distinxerunt codd.: post ἆμαρ Bergk.: sc. γενέσθαι) P. 9.113 ( ἄκων)ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
ἧν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
κρύψεν δ' ἅμ ἵπποις, δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν N. 9.26
ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι I. 4.32
πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέλτ;γτ;ω νόημ Pae. 1.1
]πρὶν Στυγὸς ὅρκιον ἐς ευ[ Pae. 6.155
bc. ind., untilἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί, πρὶν Ὀλυμπιος ἁγεμὼν μίχθη O. 9.57
ἦ πόλλ' ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65
πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους N. 4.28
-
99 σθένος
σθένος (-ος, -ει, -ος.)a strengthI of the human body.τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26
καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντιθρασεῖ N. 5.39
( ἄκων)ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.73
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου, σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τε μορφάεις I. 7.22
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα οὐ σθένος fr. 38. Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος Θρ. 3. 1. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. add. gen.,ἀγωνίας δ' ἕρκος οἶον σθένος P. 5.113
II (natural) strength, power, forceχθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.51
“ σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” P. 4.144 ( ἄρουραι)ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.11
νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον (sc. φέρεις: of an eclipse of the sun) Πα.. 1. ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ with its wintry strength Παρθ. 2. 17. met.,ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.2
b c. gen., in periphrasis, strong, powerfulζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22
ὅταν καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.12
κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34
τέκε Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.86
τὸ πάντολμον σθένος Ἡρακλέος ὑμνήσομεν; fr. 29. 4.c frag. ]ν σθένος ἱεράν[ Pae. 3.93
-
100 βιάζω
A constrain, [voice] Act. once in Hom.,ἦ μάλα δή με βιάζετε Od.12.297
;ἐβίασε τὴν γυναῖκά μου Alc.Com.29
: abs., εἰ πάνυ ἐβίαζον if they used force, Hp.Epid.2.24; cf. infr.1.2:—[voice] Pass., [tense] fut.βιασθήσομαι Paus. 6.5.9
: [tense] aor. ἐβιάσθην, [tense] pf. βεβίασμαι (v. infr.):— to be hard pressed or overpowered,βελέεσσι βιάζεται Il.11.589
; βιάζετο γὰρ βελ. 15.727;βιασθέντες λύᾳ Pi.N.9.14
;νόσῳ Ar.Fr.20
(= Trag.Adesp.70); to be forced or constrained to do, c. inf., Id.Th.890: c. acc. cogn.,βιάζομαι τάδε S.Ant.66
, cf. 1073; ;ἐπεὶ ἐβιάσθη Th.4.44
;ὑπό τινος Id.1.2
; opp. ἀδικεῖσθαι, ib.77;βιασθεὶς ἄκων ἔπραξεν D.6.16
;ἵνα ἢ συγχωρήσωσιν.. ἢ βιασθῶσιν Id.18.175
; ; βεβιασμένοι forcibly made slaves, X.Hier.2.12; πόλεις βεβ. Id.HG5.2.23: ; τὸ βιασθέν those who are forced, Arist.Pol. 1255a11; of things, τοὔνειδος ὀργῇ βιασθέν forced from one by anger, S.OT 524; τὸ βεβιασμένον forced to fit a hypothesis, Arist.Metaph. 1082b2; βεβ. σχήματα forced figures of speech, D.H.Th.33, cf. Porph.Antr. 36.2 [voice] Act., make good, suffice to discharge a debt, PFlor.56.13.II more freq. βιάζομαι, [tense] aor. [voice] Med. ἐβιασάμην, [tense] pf.βεβίασμαι D.19.206
, Men.Sam.63, D.C.46.45:—overpower by force, press hard,ἦ μάλα δή σε βιάζεται ὠκὺς Ἀχιλλεύς Il.22.229
, etc.; β. τοὺς πολεμίους dislodge them, X.An.1.4.5; β. νόμους to do them violence, Th. 8.53; βιασάμενος ταῦτα πάντα having broken through all these restraints, Lys.6.52; β. γυναῖκα force her, Ar.Pl. 1092; opp. πείθειν, Lys.1.32; β. αὑτόν lay violent hands on oneself, Pl.Phd. 61c, 61d; β. τινά, c. inf., force one to do, X.An.1.3.1; τί με βιάζεσθε λέγειν; Arist. Fr.44: with inf. omitted, β. τὰ σφάγια force the victims [ to be favourable], Hdt.9.41;β. ἄστρα Theoc.22.9
: c. dupl. acc.,αὐδῶ πόλιν σε μὴ β. τόδε A.Th. 1047
.2 c. acc. rei, carry by force, βιάσασθαι τὸν ἔκπλουν force an exit, Th.7.72;τὴν ἀπόβασιν Id.4.11
: c. acc. neut., And.4.17, X.HG5.3.12.3 abs., act with violence, use force, A.Pr. 1010, Ag. 1509 (lyr.), S.Aj. 1160, etc.;πρὸς τὸ λαμπρὸν ὁ φθόνος βιάζεται Trag.Adesp.547.12
; opp. δικάζομαι, Th.1.77; β. διὰ φυλάκων force one's way, Id.7.83; β. ἐς τὸ ἔξω, β. εἴσω, ib.69, X.Cyr.3.3.69;δρόμῳ β. Th.1.63
: c. inf.,β. πρὸς τὸν λόφον ἐλθεῖν Id.7.79
; βιαζόμενοι βλάπτειν using every effort to hurt me, Lys.9.16; but βιαζόμενοιμὴ ἀποδιδόναι refusing with violence to repay, X.HG5.3.12: esp. in part., ἵνα βιασάμενοι ἐκπλεύσωσι may sail out by forcing their way, Th.7.67;συνεξέρχονται βιασάμενοι X.An.7.8.11
; ἐπὶ μᾶλλον ἔτι β. (of a famine) grow worse and worse, Hdt.1.94.4 contend or argue vehemently, c. inf., Pl.Sph. 246b; β. τὸ μὴ ὂν ὡς ἔστι κατά τι ib. 241d: abs., persist in assertion, D.21.205.
См. также в других словарях:
ἄκων — involuntary masc nom sg ἄ̱κων , ἀέκων involuntary masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκων — (I) ἄκων ( οντος), ο (Α) είδος ακοντίου, μικρότερο και ελαφρότερο από το δόρυ, που χρησιμεύει κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα και στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *ak «οξύς, αιχμηρός» επαυξημένη με ν πρβλ. και τις λ. ἄκαινα, ἄκαινος, ἄκανθα, ἀκόνη,… … Dictionary of Greek
Ἀκῶν — Ἄκης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκῶν — ἄκος cure neut gen pl (attic epic doric) ἀκέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀκή point fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόντεσσι — ἄκων involuntary masc dat pl (epic aeolic) ἀ̱κόντεσσι , ἀέκων involuntary masc/neut dat pl (attic epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόντεσσιν — ἄκων involuntary masc dat pl (epic aeolic) ἀ̱κόντεσσιν , ἀέκων involuntary masc/neut dat pl (attic epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόντων — ἄκων involuntary masc gen pl ἀ̱κόντων , ἀέκων involuntary masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκον — ἄκων involuntary masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκοντα — ἄκων involuntary masc acc sg ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary neut nom/voc/acc pl (attic) ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκοντας — ἄκων involuntary masc acc pl ἄ̱κοντας , ἀέκων involuntary masc acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκοντε — ἄκων involuntary masc nom/voc/acc dual ἄ̱κοντε , ἀέκων involuntary masc/neut nom/voc/acc dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)