-
1 ἄ-κρᾱτος
ἄ-κρᾱτος ( κεράννυμι), ion. ἄκρητος, 1) ungemischt, rein, Hom. fünfmal, ἄκρητον γάλα Od. 9, 297, πίϑοι οἴνοιο παλαιοῦ ἡδυπότοιο, ἄκρητον ϑεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες 2, 341, οἴνῳ ἐν ἀκρήτῳ 24, 73, σπονδαὶ ἄκρητοι Iliad. 2, 341. 4, 159, Trankopfer von Wein, der nicht mit Wasservermischtist, Scholl. Aristonic. an beiden Stellen; – ohne οἶνος, ὁ ἀκρ., Ar. Equ. 105; Theocr. 2, 152 ( ἔρωτος); Luc. Pisc. 34; Plut. Lyc. 16, und öfter; τὸ ἄκρατον Ath. X, 441 c; ἄκρητοι λοιβαί Ap. Rh. 1, 453; αἷμα Aesch. Ch. 571 Soph. El. 776; ὕδωρ Sophr. bei Ath. II, 44 b. Uebertr. rein, einfach, ausgehend von ἀκράτου τῆς ἐλευϑερίας μεϑυσϑῆναι Plat Rep. VIII, 562 d; νοῦς ἄκρ. καὶ καϑαρός, vom Körper geschieden, Xen. Cyr. 8, 7, 20; ἡδονὴ ἄκρατος Legg. VII, 793 a, βίος VII, 823 a; ἡ ἄκρ. δικαιοσύνη, die reine, absolute Gerechtigkeit, Rep. VIII, 545 a; πονηρία ἄκρ. VI, 491 e; σοφία Ep. ad. 315 (Pl. 262); – τινός, rein von Etwas, ἡδονὴ ἄκρ. ἀλγηδόνων Axioch. 370 d. – 2) da ungemischter Wein stark ist, übh. stark, von Gerstentrank Xen. An. 4, 5, 27. So übertr. ὀργὴν ἄκρ. Aesch. Pr. 681, καῦμα Antiphil. 12 (IX, 71); ξυμφορά Pl. Phil. 64 e; διάῤῥοια Thuc. 2, 49; ὀλιγαρχία, zügellos, Arist. Pol. 2, 10 u. oft; Plut. z. B. ϑάρσος Pomp. 57. – Compar. ἀκρατέστε-ρος Arist. Probl. 3, 3, 15; ἀκρατέστατον Plat. Phil. 53 a: nach den Atticisten die att. Form; vgl. Ath. X, 24; ἀκρατότερος hat Plut. Conv. 5, 4. – Adv. ἀκράτως.
См. также в других словарях:
άκρητος — ακρητοποσίη, ακρητοπότης / ἄκρητος, ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης κ.λπ. (Α) βλ. άκρατος, ακρατοποσία, ακρατοπότης κ.λπ … Dictionary of Greek
ἄκρητος — ἄκρατος unmixed masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… … Dictionary of Greek