-
1 διάῤῥοια
-
2 δια-χώρησις
δια-χώρησις, ἡ, dasselbe, Hippocr.; unterschieden von διάῤῥοια, Arist. part. an. 3, 14.
-
3 ἄ-κρᾱτος
ἄ-κρᾱτος ( κεράννυμι), ion. ἄκρητος, 1) ungemischt, rein, Hom. fünfmal, ἄκρητον γάλα Od. 9, 297, πίϑοι οἴνοιο παλαιοῦ ἡδυπότοιο, ἄκρητον ϑεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες 2, 341, οἴνῳ ἐν ἀκρήτῳ 24, 73, σπονδαὶ ἄκρητοι Iliad. 2, 341. 4, 159, Trankopfer von Wein, der nicht mit Wasservermischtist, Scholl. Aristonic. an beiden Stellen; – ohne οἶνος, ὁ ἀκρ., Ar. Equ. 105; Theocr. 2, 152 ( ἔρωτος); Luc. Pisc. 34; Plut. Lyc. 16, und öfter; τὸ ἄκρατον Ath. X, 441 c; ἄκρητοι λοιβαί Ap. Rh. 1, 453; αἷμα Aesch. Ch. 571 Soph. El. 776; ὕδωρ Sophr. bei Ath. II, 44 b. Uebertr. rein, einfach, ausgehend von ἀκράτου τῆς ἐλευϑερίας μεϑυσϑῆναι Plat Rep. VIII, 562 d; νοῦς ἄκρ. καὶ καϑαρός, vom Körper geschieden, Xen. Cyr. 8, 7, 20; ἡδονὴ ἄκρατος Legg. VII, 793 a, βίος VII, 823 a; ἡ ἄκρ. δικαιοσύνη, die reine, absolute Gerechtigkeit, Rep. VIII, 545 a; πονηρία ἄκρ. VI, 491 e; σοφία Ep. ad. 315 (Pl. 262); – τινός, rein von Etwas, ἡδονὴ ἄκρ. ἀλγηδόνων Axioch. 370 d. – 2) da ungemischter Wein stark ist, übh. stark, von Gerstentrank Xen. An. 4, 5, 27. So übertr. ὀργὴν ἄκρ. Aesch. Pr. 681, καῦμα Antiphil. 12 (IX, 71); ξυμφορά Pl. Phil. 64 e; διάῤῥοια Thuc. 2, 49; ὀλιγαρχία, zügellos, Arist. Pol. 2, 10 u. oft; Plut. z. B. ϑάρσος Pomp. 57. – Compar. ἀκρατέστε-ρος Arist. Probl. 3, 3, 15; ἀκρατέστατον Plat. Phil. 53 a: nach den Atticisten die att. Form; vgl. Ath. X, 24; ἀκρατότερος hat Plut. Conv. 5, 4. – Adv. ἀκράτως.
См. также в других словарях:
διαρροίᾳ — διαρροίᾱͅ , διάρροια flowing through fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάρροια — flowing through fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάρροια — Σύμπτωμα των εντερικών παθήσεων, δηλητηριάσεων ή άλλων παθολογικών καταστάσεων που συνίσταται σε χαλαρές και συχνές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν μεγάλη ποσότητα νερού, αίματος, πύου, βλέννας ή λίπους. Εκτός από τις εντερικές παθήσεις… … Dictionary of Greek
διάρροια — η (ιατρ.), η ευκοιλιότητα: Πονούσε η κοιλιά του και είχε διάρροια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαρροίας — διαρροίᾱς , διάρροια flowing through fem acc pl διαρροίᾱς , διάρροια flowing through fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρροιῶν — διάρροια flowing through fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρροίαις — διάρροια flowing through fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρροίης — διάρροια flowing through fem gen sg (epic ionic) διαρρέω flow through pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρροίῃ — διάρροια flowing through fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρροίῃσι — διάρροια flowing through fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάρροιαι — διάρροια flowing through fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)