Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

διάῤῥοια

См. также в других словарях:

  • διαρροίᾳ — διαρροίᾱͅ , διάρροια flowing through fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρροια — flowing through fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρροια — Σύμπτωμα των εντερικών παθήσεων, δηλητηριάσεων ή άλλων παθολογικών καταστάσεων που συνίσταται σε χαλαρές και συχνές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν μεγάλη ποσότητα νερού, αίματος, πύου, βλέννας ή λίπους. Εκτός από τις εντερικές παθήσεις… …   Dictionary of Greek

  • διάρροια — η (ιατρ.), η ευκοιλιότητα: Πονούσε η κοιλιά του και είχε διάρροια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαρροίας — διαρροίᾱς , διάρροια flowing through fem acc pl διαρροίᾱς , διάρροια flowing through fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροιῶν — διάρροια flowing through fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροίαις — διάρροια flowing through fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροίης — διάρροια flowing through fem gen sg (epic ionic) διαρρέω flow through pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροίῃ — διάρροια flowing through fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροίῃσι — διάρροια flowing through fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρροιαι — διάρροια flowing through fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»