-
1 άκαρπος
-
2 ἄκαρπος
-
3 ἄκαρπος
ἄκαρπος, ον (Aeschyl. et al.; ins, pap, LXX; TestNaphth 3:5; ParJer 9:16; Jos., Ant. 2, 213; 15, 300; Just., D. 120, 2)① lit. pert. to not bearing fruit, unfruitful, fruitless. πτελέα ξύλον ἄ. the elm is an unfruitful (i.e. bearing no edible fruit, s. Pollux I 234) tree Hs 2:3. δένδρα ἄ. (Theophyl. Sim., Ep. 11) unfruitful trees (w. φθινοπωρινά) as a type of dissident teachers Jd 12, cp. Hs 4:4. Of a mountain, on which nothing grows (Jos., Bell. 4, 452) ὄρος ἄ. unfruitful, barren Hs 9, 19, 2.② fig. pert. to being useless, useless, unproductive (IPriene 112, 16; Jos., Bell. 6, 36) of seed (preaching) Mt 13:22; Mk 4:19 (Pla., Phdr. 277a λόγοι ἄ; Synes., Dion 3 p. 39c λόγος ἄ.). Of deeds ἔργα ἄ. τοῦ σκότους useless deeds of darkness Eph 5:11. Of people who do no good deeds (Philostrat., Gymn. 42 p. 284, 11) Tit 3:14; 2 Pt 1:8 (cp. OdeSol 11:23). Of speaking in tongues νοῦς ἄ. ἐστιν (my) mind is unproductive, because it is not active 1 Cor 14:14.—DELG s.v. 1. καρπός. M-M. TW. Spicq. -
4 ἄκαρπος
-ος,-ον + A 0-0-1-0-2=3 Jer 2,6; 4 Mc 16,7; Wis 15,4barren, without fruit Jer 2,6; sterile, unproductive Wis 15,4→NIDNTT; TWNT -
5 ἄκαρπος
ἄκαρπ-ος, ον,A without fruit, barren, E.Fr.898.8, Pl.Ti. 91c; ἄ. ξύλον, = ἀκακία, LXX Is.41.19: c. gen.,λίμνη ἄ. ἰχθύων Paus. 5.7.3
.II [voice] Act., making barren, A.Eu. 942, cf. Max. Tyr.5.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκαρπος
-
6 άκαρπος
1) abortive2) barren3) fruitlessΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άκαρπος
-
7 άκαρποι
ἄκαρποςwithout fruit: masc /fem nom /voc pl——————ἄκαρποι, ἄκαρποςwithout fruit: masc /fem nom /voc pl -
8 άκαρπον
-
9 ἄκαρπον
-
10 ακαρποτέρων
-
11 ἀκαρποτέρων
-
12 ακάρπως
-
13 ἀκάρπως
-
14 άκαρπα
-
15 ἄκαρπα
-
16 ακαρποτάτη
-
17 ἀκαρποτάτη
-
18 ακαρποτέρα
-
19 ἀκαρποτέρᾳ
-
20 ακαρπότερα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄκαρπος — without fruit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… … Dictionary of Greek
άκαρπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο στείρος: Αυτό το δέντρο είναι άκαρπο. 2. ο ανωφελής, ο μάταιος: Οι προσπάθειές του ήταν άκαρπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαρπίζω — [άκαρπος] είμαι ή γίνομαι άκαρπος … Dictionary of Greek
ἀκαρποτέρων — ἄκαρπος without fruit fem gen comp pl ἄκαρπος without fruit masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάρπως — ἄκαρπος without fruit adverbial ἄκαρπος without fruit masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαρπον — ἄκαρπος without fruit masc/fem acc sg ἄκαρπος without fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαρποτάτη — ἄκαρπος without fruit fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαρπότερα — ἄκαρπος without fruit neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαρπότερος — ἄκαρπος without fruit masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάρποις — ἄκαρπος without fruit masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)