Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἄκαρπος

См. также в других словарях:

  • ἄκαρπος — without fruit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… …   Dictionary of Greek

  • άκαρπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο στείρος: Αυτό το δέντρο είναι άκαρπο. 2. ο ανωφελής, ο μάταιος: Οι προσπάθειές του ήταν άκαρπες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαρπίζω — [άκαρπος] είμαι ή γίνομαι άκαρπος …   Dictionary of Greek

  • ἀκαρποτέρων — ἄκαρπος without fruit fem gen comp pl ἄκαρπος without fruit masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάρπως — ἄκαρπος without fruit adverbial ἄκαρπος without fruit masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκαρπον — ἄκαρπος without fruit masc/fem acc sg ἄκαρπος without fruit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρποτάτη — ἄκαρπος without fruit fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρπότερα — ἄκαρπος without fruit neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρπότερος — ἄκαρπος without fruit masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάρποις — ἄκαρπος without fruit masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»