-
1 άκαρποι
ἄκαρποςwithout fruit: masc /fem nom /voc pl——————ἄκαρποι, ἄκαρποςwithout fruit: masc /fem nom /voc pl -
2 ἄκαρποι
Βλ. λ. άκαρποι -
3 ἅκαρποι
Βλ. λ. άκαρποι -
4 ἀεικόρσωτοι
ἀει-κόρσωτοι· ἄκαρποι. Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀεικόρσωτοι
См. также в других словарях:
ἅκαρποι — ἄκαρποι , ἄκαρπος without fruit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαρποι — ἄκαρπος without fruit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безплодьныи — (8) пр. Бесплодный, неплодородный: Не пострадавъшиимъ же. никако... ни показавъшиимъ плода вѣры... нын˫а же въ пока˫аниѥ приходѩще. ноуждьно ѥсть и подобьно. бесподьны˫а смокве. притъчю прѣдъложити. (ἀκάρπου) ΚΕ XII, 224б; ||=перен.: дх҃вному… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… … Dictionary of Greek