-
1 άθυτος
-
2 ἄθυτος
-
3 ἄθυτος
ἄθῠτος, ον,2 not successfully offered,ἱερά Aeschin.3.131
, 152: metaph., ἄ. παλλακῶν σπέρματα, of illegitimate children, Pl.Lg. 841d, cf. Suid. s.v. ἄθυτοι γάμοι.4 of a god, to whom no sacrifice is offered, D.H.8.25.6 = ἄπυρος, Hsch.II [voice] Act., without sacrificing,ἄθυτος ἀπελθεῖν X.HG3.2.22
. -
4 αθυτος
21) не принесенный в виде жертвы(πέλανοι Eur.)
ἱερὰ ἄθυτα Lys. — несовершенные жертвоприношения (ср. 2)2) отвергнутый в качестве жертвы, не принятый богами(ἱερά Aeschin.)
3) неосвященный жертвоприношениями, т.е. незаконный(σπέρματα παλλακῶν Plat.)
4) не совершивший жертвоприношенияἄ. ἀπῆλθεν Xen. — (Агид) вернулся, не совершив жертвоприношения
5) непригодный для жертвоприношения(βοῦς Plut.)
-
5 άθυτος
η, ο[ν]1) см. αθυσίαστος 1; 2) незарезанный (о домашних животных, птицах) -
6 ἄθυτος
-
7 ἄθυτος
ἄ-θυτος, nicht geopfert; nicht durch Opfer gefeiert oder eingeweiht; der nicht geopfert hat. -
8 άθυτον
-
9 ἄθυτον
-
10 αθύτως
-
11 ἀθύτως
-
12 ἀν-έορτος
ἀν-έορτος, ohne Fest, nicht feierlich, Alciphr. 3, 49; καὶ ἄϑυτος D. Hal. 8, 25; ἱερῶν setzt Eur. El. 308 noch hinzu.
-
13 ἄ-θυστος
-
14 άθυτα
-
15 ἄθυτα
-
16 άθυτοι
-
17 ἄθυτοι
-
18 αθύτοις
-
19 ἀθύτοις
-
20 αθύτου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄθυτος — not offered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθυτος — η, ο (Α ἄθυτος, ον και στος, ον) [θύω] αυτός που δεν έχει θυσιαστεί, αθυσίαστος νεοελλ. άσφαχτος αρχ. 1. αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θυσία ή τελετή, άνομος, παράνομος 2. αυτός που δεν είναι κατάλληλος για θυσία ή προσφορά 3. (για θεούς) αυτός… … Dictionary of Greek
ἀθύτως — ἄθυτος not offered adverbial ἄθυτος not offered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθυτον — ἄθυτος not offered masc/fem acc sg ἄθυτος not offered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύτοις — ἄθυτος not offered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύτου — ἄθυτος not offered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύτους — ἄθυτος not offered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύτων — ἄθυτος not offered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύτῳ — ἄθυτος not offered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθυτα — ἄθυτος not offered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθυτοι — ἄθυτος not offered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)