-
1 Unsacrificed
adj.P. ἄθυτος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unsacrificed
См. также в других словарях:
ἄθυτος — not offered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθυτος — η, ο (Α ἄθυτος, ον και στος, ον) [θύω] αυτός που δεν έχει θυσιαστεί, αθυσίαστος νεοελλ. άσφαχτος αρχ. 1. αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θυσία ή τελετή, άνομος, παράνομος 2. αυτός που δεν είναι κατάλληλος για θυσία ή προσφορά 3. (για θεούς) αυτός… … Dictionary of Greek
ἀθύτως — ἄθυτος not offered adverbial ἄθυτος not offered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθυτον — ἄθυτος not offered masc/fem acc sg ἄθυτος not offered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύτοις — ἄθυτος not offered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύτου — ἄθυτος not offered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύτους — ἄθυτος not offered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύτων — ἄθυτος not offered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύτῳ — ἄθυτος not offered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθυτα — ἄθυτος not offered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθυτοι — ἄθυτος not offered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)