-
1 άγχιστ'
ἄγχιστα, ἄγχιστοςnearest: neut nom /voc /acc plἄγχιστε, ἄγχιστοςnearest: masc /fem voc sgἄ̱γχιστο, ἀγχίζωplup ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἄ̱γχισται, ἀγχίζωperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) -
2 ἄγχιστ'
ἄγχιστα, ἄγχιστοςnearest: neut nom /voc /acc plἄγχιστε, ἄγχιστοςnearest: masc /fem voc sgἄ̱γχιστο, ἀγχίζωplup ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἄ̱γχισται, ἀγχίζωperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) -
3 ἀγχιστεύς
A next of kin, of nations, Hdt.5.80:— heir-at-law, LXX Ru.3.9 (with v.l. [suff] ἀγχιστ-ευτής, ib.4.1), Hierocl. in CA5p.428M.;συγγενὴς ἀ. Luc. Tim. 51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχιστεύς
-
4 ἀγχιστεία
2 rights of kin, right of inheritance, Ar.Av. 1661;προτέροις τοῖς ἄρρεσι τῶν θηλειῶν τὴν ἀ. πεποίηκε Is.7.20
;νόθῳ μηδὲ νόθῃ εἶναι ἀ. Id.6.47
, Lex ap.D.43.51;ταῖς ἀ. πρότεροι ὄντες τινός Is.7.44
, cf. D.44.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχιστεία
-
5 ἀγχιστευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχιστευτικός
-
6 ἀγχιστεύω
2 c. acc., ἀ. τινά do a kinsman's office to a woman, i.e. marry her, LXX Ru.3.13, 4.4; alsoκληρονομίαν ἀ.
enter upon.., Nu.36.8
.3 [voice] Pass., to be excluded by descent,ἀπὸ τῆς ἱερατείας 2 Es.2.62
, Ne.7.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχιστεύω
-
7 ἀγχιστεῖα
ἀγχιστ-εῖα, τά, = foreg.,Aγένους κατ' ἀ. S.Ant. 174
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχιστεῖα
-
8 ἀγχιστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχιστήρ
-
9 ἀγχιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχιστικός
-
10 ἀγχιστίνδην
ἀγχιστ-ίνδην, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχιστίνδην
-
11 ἀγχιστῖνος
A close, crowded, in heaps,αἱ μέν τ' ἀ. ἐπ' ἀλλήλῃσι κέχυνται Il.5.141
;τοὶ δ' ἀ. ἔπιπτον νεκροί 17.361
, cf. Od.22.118.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχιστῖνος
-
12 ἄγχιστος
A nearest: as Adj. not in [dialect] Ep.; nearest in place, A.Ag. 256 (lyr.), S.OT 919;γένει ἄ. πατρός E.Tr.48
;τὸν ἄ. S.El. 1105
; ever nigh, Pi.P.9.64.II Hom. has only neut. as Adv., ἄγχιστον nearest, Od.5.280; more commonly pl., ἄγχιστα ἐῴκει was most nearly like , Il.2.58, 14.474;ἄ. ἐοικώς Od.13.80
;ἄ. ἐΐσκω 6.152
, cf. Pi.I.2.10: freq. c. gen., Διὸς ἄ. next to Zeus, A.Supp. 1035 (lyr.);ἄ. τοῦ βωμοῦ Hdt.9.81
;ἄ. οἰκεῖν τινος Id.1.134
, al., cf. Hp.Mul.2.181:—οἱ ἄ. those next of kin, Hdt.5.79;ἄ. ἦν αὐτῷ γένους Luc.Cat.17
; alsoτοὶ 'ς ἄσιστα πόθικες IG5(2).159.17
([place name] Tegea), cf.Jahresh.1.197 ([place name] Elis).III of Time, most lately, but now,ἄ... πόλεμος δέδηεν Il.20.18
; ὁ ἄ. ἀποθανών he who died last, Hdt.2.143; τὰ ἄ. most recently, Antipho 2.1.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄγχιστος
-
13 προμνηστῖνοι
Grammatical information: adj.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Formation like ἀγχιστ-ῖνος (s. ἄγχιστα), ἔνδῑνα (: ἔνδον); s. Meid IF 62, 274 n. 13. From a noun, approx. *πρόμνηστις `wooing' (: προ-μνάομαι `woo for smbody'), so prop. `belonging to wooing', after the ancient custom, to present several women one after another. Hoffmann RhM 56, 474f. -- To be rejected Forssman KZ 79, 2 6 ff. (cf. on πρυμνός).Page in Frisk: 2,599-600Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > προμνηστῖνοι
См. также в других словарях:
ἄγχιστ' — ἄγχιστα , ἄγχιστος nearest neut nom/voc/acc pl ἄγχιστε , ἄγχιστος nearest masc/fem voc sg ἄ̱γχιστο , ἀγχίζω plup ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱γχισται , ἀγχίζω perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίνος — ῑνος (Α) κατάλ. ουσ. και επιθ. τής Αρχαίας Ελληνικής η οποία ανάγεται σε ΙΕ * ino (επαυξημένη μορφή τής * nο ). Η κατάλ. εμφανίζεται σπάνια σε επίθετα (πρβλ. ἀγχιστ ῑνος < ἄγχιστος), συχνότερα δε σε ουσ. και ειδικά: 1) σε ονομασίες ζώων (πρβλ … Dictionary of Greek
προμνηστίνοι — αι, οἱ, αἱ, ΜΑ (επικ. τ.) 1. οι αλλεπάλληλοι 2. (κατά τον Ησύχ.) «προμνηστῑναι ἐπὶ μίαν ἀπὸ τοῡ προσμένειν» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «προμνηστῑνοι κατὰ τάξιν, ἐφεξῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ … Dictionary of Greek
φιλίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δημοκράτης της Αττικής, που πρότεινε όλοι οι θήτες να καταταγούν στους οπλίτες. Κατηγορήθηκε για κλοπή και καταδικάστηκε έπειτα από έναν λόγο του ρήτορα Αντιφώντα, που ήταν με το μέρος των ολιγαρχικών. 2. Αττικός… … Dictionary of Greek