Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δερμάτινος

См. также в других словарях:

  • δερμάτινος — of skin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερμάτινος — η, ο (AM δερμάτινος, η, ον) κατασκευασμένος από δέρμα, πέτσινος («παπούτσια δερμάτινα», «δερμάτινη ζώνη», «ἀσπίδας δερματίνας») …   Dictionary of Greek

  • δερμάτινος — η, ο αυτός που είναι φτιαγμένος από δέρμα: Τα δερμάτινα ρούχα είναι πολύ ακριβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δερματίνων — δερμάτινος of skin fem gen pl δερμάτινος of skin masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερμάτινον — δερμάτινος of skin masc acc sg δερμάτινος of skin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματίναις — δερμάτινος of skin fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματίνη — δερμάτινος of skin fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματίνην — δερμάτινος of skin fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματίνης — δερμάτινος of skin fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματίνοις — δερμάτινος of skin masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματίνοισι — δερμάτινος of skin masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»