-
1 Αγρι'
-
2 Ἄγρι'
-
3 άγρι'
ἄγρια, ἄγριοςliving in the fields: neut nom /voc /acc plἄγρια, ἄγριοςliving in the fields: neut nom /voc /acc plἄγριε, ἄγριοςliving in the fields: masc voc sgἄγριε, ἄγριοςliving in the fields: masc /fem voc sgἄγριαι, ἄγριοςliving in the fields: fem nom /voc plἄγριαι, ἀγρίαfem nom /voc pl -
4 ἄγρι'
ἄγρια, ἄγριοςliving in the fields: neut nom /voc /acc plἄγρια, ἄγριοςliving in the fields: neut nom /voc /acc plἄγριε, ἄγριοςliving in the fields: masc voc sgἄγριε, ἄγριοςliving in the fields: masc /fem voc sgἄγριαι, ἄγριοςliving in the fields: fem nom /voc plἄγριαι, ἀγρίαfem nom /voc pl -
5 αγρι(ο)-
первая часть сложных слов, означающая дикий -
6 αγρι(ο)-
первая часть сложных слов, означающая дикий -
7 άγρι-μέλισσα
άγρι-μέλισσα, ἡ, wilde Melisse, Hesych.
-
8 ἀγρι-ωπός
ἀγρι-ωπός, wild blickend, ὄμμα Γοργόνος Eur. Herc. F. 990; τέρας Bacch. 542; τὸ τοῠ προςώπου ἀγρ., der wilde Blick, Plut. Mar. 14.
-
9 ἀγρι-όρνῑθες
ἀγρι-όρνῑθες, αἱ, wilde Hühner, Sp.
-
10 ἀγρι-ελαία
ἀγρι-ελαία, ἡ, Diosc., = dem folgenden.
-
11 ἀγρι-άμπελος
ἀγρι-άμπελος, ὁ, wilder Weinstock, Diosc.
-
12 ἀγρι-έλαιος
-
13 ἀγρι-ώδης
-
14 ἀγριάνθρωπος
A wild man, savage, Ps.-Callisth.3.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριάνθρωπος
-
15 ἀγρίαππις
ἀγρί-αππις, -ιδος,A = ἀγριο-αππίδιον, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρίαππις
-
16 ἀγριελαία
ἀγρι-ελαία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριελαία
-
17 ἀγριελάινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριελάινος
-
18 ἀγριέλαιος
ἀγρι-έλαιος, ον, = foreg.,II as Subst., = ἀγριελαία, Theoc. 7.18, Thphr.HP2.2.5, Ep.Rom.11.17, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριέλαιος
-
19 ἀγριάμπελος
-
20 ἀγριελαία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… … Dictionary of Greek
Ἄγρι' — Ἄγριε , Ἄγριος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγρι' — ἄγρια , ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc pl ἄγρια , ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc pl ἄγριε , ἄγριος living in the fields masc voc sg ἄγριε , ἄγριος living in the fields masc/fem voc sg ἄγριαι , ἄγριος living in the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρίφα — ἀγρί̱φᾱ , ἀγρίφη harrow fem nom/voc/acc dual ἀγρί̱φᾱ , ἀγρίφη harrow fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρίφη — ἀγρί̱φη , ἀγρίφη harrow fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριελιά — και αγρελιά, η 1. ελιά σε άγρια κατάσταση, ο κότινος* τών αρχαίων 2. κλαδί, καρπός ή ξύλο αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρι(ο) + ελιά. ΠΑΡ. αγριελίτικος, αγριελίτσα] … Dictionary of Greek
ζαλάδα — η 1. ζάλη, σκοτοδίνη 2. σκοτούρα, έγνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + άδα* (πρβλ. αγρι άδα, αφηρημ άδα)] … Dictionary of Greek
ισάνθρωπος — ἰσάνθρωπος, ον (ΑΜ) ίσος ή όμοιος με άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άνθρωπος (< ἄνθρωπος), πρβλ. αγρι άνθρωπος, ημι άνθρωπος] … Dictionary of Greek
καλλιέλαιος — (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, ον) ήμερη, καλλιεργημένη ελιά μσν. ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι έλαιος, φιλ… … Dictionary of Greek
καλωπός — καλωπός, ή, όν (Α) αυτός που έχει ωραία όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ωπός (< ωψ, ωπος < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αγρι ωπός, βλοσυρ ωπός] … Dictionary of Greek
κρυότητα — και κρυγιότη, η (Μ κρυότητα και κρυότης και κρυότη) κρύο, παγωνιά, ψύχος μσν. κρυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + κατάλ. ότης (πρβλ. βαρβαρ ότης, καθαρ ότης). Ο τ. κρυγιότη < κρύγιος + κατάλ. ότης (πρβλ. αγρι ότη, νι ότη)] … Dictionary of Greek