-
1 αγριελαία
ἀγριελαίᾱ, ἀγριελαίαwild olive: fem nom /voc /acc dualἀγριελαίᾱ, ἀγριελαίαwild olive: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀγριελαίᾱͅ, ἀγριελαίαwild olive: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αγριέλαια
-
3 ἀγριέλαια
-
4 ἀγριελαία
Βλ. λ. αγριελαία -
5 ἀγριελαίᾳ
Βλ. λ. αγριελαία -
6 αγριελαία
η, αγριέλι τό разг, αγριελιά η дикая олива, дикая маслина (дерево и плод) -
7 ἀγριελαία
ἀγρι-ελαία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριελαία
-
8 ἀγριελαία
-
9 αγριελαίας
ἀγριελαίᾱς, ἀγριελαίαwild olive: fem acc plἀγριελαίᾱς, ἀγριελαίαwild olive: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἀγριελαίας
ἀγριελαίᾱς, ἀγριελαίαwild olive: fem acc plἀγριελαίᾱς, ἀγριελαίαwild olive: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 αγριελαίαν
-
12 ἀγριελαίαν
-
13 αγρίλι
το см. αγριελαία;§ τούδωσε αγρίλι — он его основательно избил
-
14 αγριελαιών
-
15 ἀγριελαιῶν
-
16 αγριελαίαις
-
17 ἀγριελαίαις
-
18 αγριελαίης
-
19 ἀγριελαίης
-
20 κότινος
A wild olive-tree, Ar.Av. 621 (anap.), Pl. 943; τοὺς νικῶντας στεφανώσας κοτίνου στεφάνῳ (sc. at Olympia) ib. 586, cf. AP9.357, Thphr.HP4.13.2;τὰ ξύλα τὰ ἀπὸ τοῦ κ. IG11(2).287
A22 (Delos, iii B. C.): distd.from ἀγριελαία by Sch.Pl.Phdr. 236b (in neut. [full] κότινον, τό), but identified by Dsc.1.105. (In Ar.Pl. 592 the v.l. κοτίνῳ στεφάνῳ may point to κοτινῷ dat. of Adj. κοτινοῦς.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κότινος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγριελαία — ἀγριελαίᾱ , ἀγριελαία wild olive fem nom/voc/acc dual ἀγριελαίᾱ , ἀγριελαία wild olive fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίᾳ — ἀγριελαίᾱͅ , ἀγριελαία wild olive fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριελαία — ἀγριελαία, η (Α) η αγριελιά* … Dictionary of Greek
ἀγριέλαια — ἀγριέλαιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίας — ἀγριελαίᾱς , ἀγριελαία wild olive fem acc pl ἀγριελαίᾱς , ἀγριελαία wild olive fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίαν — ἀγριελαίᾱν , ἀγριελαία wild olive fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαιῶν — ἀγριελαία wild olive fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίαις — ἀγριελαία wild olive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριελαίης — ἀγριελαία wild olive fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Castellorizo — Gemeinde Megisti Δήμος Μεγίστης (Μεγίστη) DEC … Deutsch Wikipedia
Castelrosso — Gemeinde Megisti Δήμος Μεγίστης (Μεγίστη) DEC … Deutsch Wikipedia