Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἁρπαλίζω

См. также в других словарях:

  • αρπαλίζω — ἁρπαλίζω (Α) [αρπαλέος] 1. αρπάζω κάτι με απληστία, με λαιμαργία 2. έχω την τάση να αρπάζω …   Dictionary of Greek

  • ἁρπαλίσαι — ἁρπαλίζω catch up aor inf act ἁρπαλίσαῑ , ἁρπαλίζω catch up aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλίζειν — ἁρπαλίζω catch up pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλίζεται — ἁρπαλίζω catch up pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλίζητε — ἁρπαλίζω catch up pres subj act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλίζομαι — ἁρπαλίζω catch up pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλίζετε — ἁ̱ρπαλίζετε , ἁρπαλίζω catch up imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) ἁρπαλίζω catch up pres imperat act 2nd pl ἁρπαλίζω catch up pres ind act 2nd pl ἁρπαλίζω catch up imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρπαλέος — ἁρπαλέος, α, ον (Α) 1. ο άπληστος 2. ο γοητευτικός ή ελκυστικός 3. επίρρ. ( έως) α) άπληστα, βιαστικά β) πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλπαλέος «αγαπητός» (Ησύχ.), με ανομοίωση < ρίζα αλπ παρεκτεταμένη με αλ (πρβλ. άλπνιστος, έπαλπνος). Η δασύτητα… …   Dictionary of Greek

  • πυκταλίζω — Α πυκτεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύκτης + εκφρ. κατάλ. αλ ίζω, πιθ. κατά τα: ἁρπαλίζω, δαμαλίζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»