Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἁρπαλέος

См. также в других словарях:

  • αρπαλέος — ἁρπαλέος, α, ον (Α) 1. ο άπληστος 2. ο γοητευτικός ή ελκυστικός 3. επίρρ. ( έως) α) άπληστα, βιαστικά β) πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλπαλέος «αγαπητός» (Ησύχ.), με ανομοίωση < ρίζα αλπ παρεκτεταμένη με αλ (πρβλ. άλπνιστος, έπαλπνος). Η δασύτητα… …   Dictionary of Greek

  • ἁρπαλέος — devouring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλέα — ἁρπαλέος devouring neut nom/voc/acc pl ἁρπαλέᾱ , ἁρπαλέος devouring fem nom/voc/acc dual ἁρπαλέᾱ , ἁρπαλέος devouring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλέον — ἁρπαλέος devouring masc acc sg ἁρπαλέος devouring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλέων — ἁρπαλέος devouring fem gen pl ἁρπαλέος devouring masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλέως — ἁρπαλέος devouring adverbial ἁρπαλέος devouring masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλέαις — ἁρπαλέος devouring fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλέη — ἁρπαλέος devouring fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλέην — ἁρπαλέος devouring fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλέης — ἁρπαλέος devouring fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαλέοιο — ἁρπαλέος devouring masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»